Δυο ποτά πριν το γάμο, ίσα για να φύγει το άγχος, δεν είναι και τόσο τρομερό, ακόμα και η μάνα της, δεν της είχε φέρει αντίρρηση.
Μήνες έψαχνε η μάνα της, να βρει ώρα στην εκκλησία της γειτονιάς τους, εντέλει ακόμα και τα πεθερικά της, που ήταν γνήσιο δείγμα της ελληνικής μικροαστικής οικογένειας, παραιτήθηκαν της ιδέας. Ο γάμος θα γινόταν στο Δημαρχείο. Η Λένα, ούτε χρόνο είχε, ούτε και διάθεση, να ασχοληθεί, άλλωστε οι τελετές πάντα της έφερναν αλλεργία. Μια χαρά τη βόλεψε που θα απέφευγε την εκκλησία. Ήταν η πρώτη φορά όμως, που είχε διαφωνήσει έντονα με το Μίλτο. Από την αρχή, του είχε κάνει σαφές, πως δεν θα ήθελε θρησκευτικό γάμο. Εκείνος τότε είχε συμφωνήσει, όχι ότι το είχαν συζητήσει κιόλας. Έτσι ήταν ο Μίλτος, όσο τον ήξερε, είχε καταλάβει, πως δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα υπερασπιζόταν σθεναρά την άποψη του. Μετά η μητέρα του τον είχε πείσει, πως «η ευλογία του Παπά Αντώνη, τους ήταν απαραίτητη για την ευτυχία τους». Εκείνη θύμωσε, ένιωσε πως η πεθερά της, είχε αρχίσει να μπαίνει στα χωράφια της, θύμωσε και με εκείνον, της φάνηκε τόσο αδύναμος.
Ούτε το «νυφικό» της δεν είχε ασχοληθεί να αγοράσει. Η μάνα της και η ξαδέρφη της, είχαν τρέξει για όλα. Ήταν όμως ότι καλύτερο θα μπορούσε να βάλει για την περίσταση. Όταν το φόρεσε, φώτισε το δωμάτιο. Λευκό, με ασύμμετρες λωρίδες, πλεκτή δαντέλα στη μέση, λίγο ροκ, λίγο παραδοσιακό! Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ένιωσε μια απίστευτη νοσταλγία της νιότης της. Ήθελε να τα αλλάξει όλα! Ο Γιάννης ποτέ δεν θα άκουγε τη μαμά του, ούτε εκείνη δεν θα άκουγε. Ο Γιάννης είχε πάντα τη δική του γνώμη και πάλευε για αυτήν. Πόσες φορές δεν είχαν μαλώσει! Ετσι τον έχασε! Εμμονή του είχε γίνει, να φύγει από την Αθήνα. Εκείνη τότε φοβόταν να αφήσει τους γονείς της. Αν την έβλεπε τώρα, ίσως τον έπειθε, ίσως αν του έλεγε πως τώρα είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει;
Δεν είχε μάθει τίποτα. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε μάθει, πως παντρεύεται. Τον ήξερε καλά, αν ήξερε, θα της είχε κλείσει το τηλέφωνο. Ούτε στην τύχη πίστευε… κι όμως είχε έρθει πίσω μόλις χθες, «για να κανονίσει το κτηματολόγιο», της είπε.
Το μπαρ ήταν εντελώς άδειο. Ούτε ο Γιάννης δεν είχε φτάσει. Η κοπέλα την κοίταξε, έτσι που ήταν με το «νυφικό» της, θα την πέρασε για μασκαρά. Παρήγγειλε ουίσκι, τρία το λοιπόν μέχρι τώρα, κι ήταν μόνο 6 το απόγευμα. Όταν μπήκε, της φάνηκε πιο όμορφος από ποτέ. Ο Γιάννης είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, αυτό, και τα μάτια του, την έκαναν να τον ερωτευθεί. Σκεφτόταν τώρα, ακόμα και οι καβγάδες τους, ήταν… τόσο έξυπνοι, τόσο ξεχωριστοί. Με το Μίλτο δεν είχε νιώσει ποτέ έτσι. Ο Γιάννης της έδινε πάντα χώρο, της έδινε ιδέες, όμως, ένιωθε, όταν έφυγε από την Αθήνα, ότι την άφησε πίσω. Θα ήθελε να παλέψει περισσότερο για εκείνη, να την πείσει να δοκιμάσει.
Έσκυψε να τη φιλήσει. Η Λένα μύρισε το κορμί του και μέσα της λύγισε. Τον αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ξαφνικά ντράπηκε για το «νυφικό» της. Θα ήθελε να εξαφανιστεί. «Γιατί ήρθε»; Εκείνος δεν την είχε αναζητήσει ποτέ. Αν ο Μίλτος μάθαινε; Ποτέ δε σκεφτόταν ώριμα, της είχε πει. «Τους γονείς τους, που θέλανε να καμαρώσουν τα παιδιά τους στην εκκλησία;», την είχε πει και εγωίστρια.
«Ήρθα για να σε πάρω», της είπε. Το ύφος του Γιάννη ήταν τόσο σοβαρό, πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι, σα να μη σήκωνε αντίρρηση. Η χροιά της φωνής του όμως, ήταν τόσο γλυκιά, σα να την παρακάλαγε, σα να ικέτευε για τη συγκατάθεσή της.
Δεν του απάντησε. Βγήκε από το μπαρ και με το αυτοκίνητό της, πήγε κατευθείαν στου Μίλτου. Η μονοκατοικία που έμενε ήταν γεμάτη κόσμο. Κάποιος τον φώναξε και βγήκε στην αυλή. Στάθηκε στα σκαλιά και εκείνη στην εξώπορτα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Δε μπορούσε να του μιλήσει, ότι ήθελε ας καταλάβαινε, σκέφτηκε. Ο Μίλτος στάθηκε λίγο και μετά με αργά βήματα μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Για δευτερόλεπτα αποσβολωμένη η Λένα έμεινε να τον κοιτά.
Όταν έφτασε σπίτι, η μητέρα της ήξερε. Ο πατέρας του Μίλτου είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον πατέρα της.
«Δεν έπρεπε», είπε. Έκανε να τους χαιρετήσει. Ο πατέρας της, την τράβηξε κοντά του. Δεν την κοιτούσε, μόνο «να τον αγαπάς πολύ», της είπε. Η μάνα της έκλαιγε με αναφιλητά. Τη χάιδευε και έκλεγε.
Όταν έφτασε στου Γιάννη, τον βρήκε με τις βαλίτσες στο διάδρομο. Την περίμενε. Στο δρόμο για το χωριό ήταν κι οι δυο χαμένοι στις σκέψεις τους. «Γιατί δεν το είχε αποφασίσει, τότε; Πόσο θα ντράπηκε ο πατέρας της; Αν το είχε κουβεντιάσει, τότε μαζί τους; ο Γιάννης ήξερε, πώς είχε πιστέψει τότε, πως δεν θα τη διεκδικούσε;»
«Σ’ αγαπώ» του είπε.
«Προσπάθησα για εσένα, επειδή σε αγαπώ», της απάντησε.
Δε μετάνιωσαν ποτέ τους, αγαπήθηκαν πολύ. Μόνο για τη ντροπή, που είχε νιώσει ο πατέρας της, είχε μετανιώσει η Λένα.