Πυκνογραμμένες σελίδες, ελαφρά κιτρινισμένες εξαιτίας του αμείλικτου περάσματος του αυστηρού χρόνου ξεθάφτηκαν μέσα από τα έγκατα του συρταριού μου και βγήκαν στην επιφάνεια. Το μελάνι είχε ξεθωριάσει σε κάποια σημεία, ενώ μερικές σελίδες ήταν λίγο τσαλακωμένες. Ακόμα και το χαρτί έχει σημάδια ταλαιπωρίας και φθοράς… Πόσο μάλλον εμείς οι άνθρωποι.
Το συρτάρι είναι ανοιχτό. Ανοιχτό και άδειο σαν ένα πελώριο στόμα που χάσκει και περιμένει να του βάλω την κραυγή μέσα του. Πόσες φορές έχεις νιώσει κι εσύ ένα ξέχειλο συρτάρι είτε από πράγματα είτε από το μαύρο κενό; Πόσες φορές έχεις νιώσει ένα συρτάρι ανοιχτό στα όριά του;
Έτσι νιώθω κι εγώ τώρα. Ένα συρτάρι ξέχειλο από πράγματα ανακατεμένα, ετερόκλητα αντικείμενα, άλλα καινούργια και καλογυαλισμένα, άλλα παλιά, σκονισμένα και σκουριασμένα. Θέλω να βάλω μια σειρά και μία τάξη, θέλω να πετάξω από μέσα μου όλα τα παλιά, όλες τις σκέψεις που με βασανίζουν, όλους τους ανθρώπους που με πληγώνουν και με κακοποιούν κάθε μέρα… Θέλω να το κάνω, αλλά δεν μπορώ. Θέλω βοήθεια, αλλά δεν ξέρω από πού να την ζητήσω. Ποιος άραγε θα βοηθήσει εμένα; Ποιος θα μου δώσει το χέρι να σηκωθώ από τα σκοτάδια;
Ένα συρτάρι είμαι κι εγώ, με πράγματα και σκέψεις ανακατεμένα και μπερδεμένα. Σου φαίνομαι κενή και σιωπηλή, νομίζεις ότι τα έχω όλα τακτοποιημένα και ότι όλα βαίνουν καλώς, αλλά δεν είναι έτσι. Χρειάζομαι βοήθεια. Σε χρειάζομαι. Ένα ξέχειλο συρτάρι είμαι κι εγώ. Συγύρισέ με.
Απόσπασμα από το διήγημα Σημειώσεις της συλλογής διηγημάτων Κόκκινο της Αθηνάς Μαλαπάνη από τις εκδόσεις Οσελότος