– Τι θα έκανες Παύλο αν σου έλεγα ότι είναι η τελευταία νύκτα στον κόσμο;
– Μα για στάσου, κορίτσι μου. Και συ την ίδια ερώτηση μου κάνεις; Σήμερα όλη τη μέρα στο γραφείο μού έκαναν την ίδια ερώτηση όλοι οι συνάδελφοι που συνάντησα.
– Θέλεις να πεις ότι εσύ δεν το ξέρεις;
– Το ξέρω, αλλά δε θέλω να το πιστέψω.
– Και δε θα μου έλεγες τίποτα, Παύλο, εάν δε σε ρωτούσα;
– Και τι νόημα θα είχε εάν σου το έλεγα; Ίδιο δε θα ήταν το αποτέλεσμα; Θα κάνουμε κάτι διαφορετικό τώρα που το ξέρουμε; Τι νόημα θα είχε άλλωστε. Η μήπως να χορεύαμε ένα τελευταίο ταγκό, ή να μαγειρεύαμε το αγαπημένο μας φαγητό, αυτό θα ήθελες να κάνουμε;
– Πράγματι, Παύλο, τί νόημα θα είχε εάν τα κάναμε όλα αυτά σήμερα, σα να ήταν γιορτή. Ευτυχώς, όλα αυτά τα χρόνια χαιρόμασταν, όταν μας δινόταν η ευκαιρία. Στις γιορτές και τις αργίες πάντα φροντίζαμε να διασκεδάζουμε με κάθε τρόπο. Είμαστε χορτάτοι απ’ αυτά. Έτσι δεν είναι αγάπη μου;
– Ναι, ποτέ δε χάναμε την ευκαιρία να διασκεδάσουμε. Ακόμα και με τα παιδιά μικρά κατορθώναμε να βρίσκουμε τον χρόνο για μια ανάσα ξεγνασιάς. Πόσο θα μου λείψουν όλα αυτά, η αγάπη μας, τα παιδιά μας. Για τα παιδιά λυπάμαι. Δεν πρόλαβαν να ζήσουν τη ζωή τους. Να ερωτευτούν.
Γύρισε και τον κοίταξε με υγρά μάτια.
– Ναι, είναι άδικο για τα παιδιά, είπε, δεν πρόλαβαν να κάνουν τον κύκλο τους, αλλά ισχύει για όλο τον κόσμο και αυτό είναι μια παρηγοριά, δε γίνεται διαφορετικά.
– Εντάξει είναι παρηγοριά που ισχύει για όλους, αλλά άδικο είναι, δε συμφωνείς ;
– Φυσικά και συμφωνώ, Παύλο. Γιατί να τύχει σε μας; Ας γινόταν αργότερα. Τυχεροί αυτοί που έφυγαν πλήρεις ημερών και άφησαν πίσω τους παιδιά, εγγόνια και μερικοί ως και δισέγγονα. Καλώς ή κακώς την έζησαν τη ζωή τους μέχρι το τέλος. Η ζωή είναι ωραία, έτσι δε λένε;
– Έτσι λένε, αγαπημένη μου. Κανείς δε θέλει να πεθάνει. Αν και η ζωή είναι δύσκολη, γεμάτη αγωνίες, πόνο, αλλά και χαρές. Η ελπίδα για τη χαρά μάς δίνει κουράγιο και δύναμη να συνεχίζουμε.
– Και μόνο, Παύλο, που αντικρίζουμε τον ήλιο, τη φύση, ένα ωραίο γεύμα, ένα όμορφο σπίτι. Τώρα όλα θα χαθούν.
– Είναι για όλους, αγάπη μου, κι αυτό θαρρείς μου δίνει κουράγιο.
Έτριψε νευρικά τα χέρια της και η φωνή της αντήχησε λυπημένη.
– Τα μικρά παιδιά σκέπτομαι. Αυτά που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν τη ζωή, τον έρωτα. Αυτό με στενοχωρεί πολύ. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ευτυχώς, αυτά δεν ξέρουν τίποτα.
– Και νομίζεις, κορίτσι μου, ότι θα μπορούσαν να το καταλάβουν; Ίσως γι’ αυτό και δε χρειάζεται να το ξέρουν. Για τα παιδιά η ζωή είναι μια παιδική χαρά, όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση, αρκεί να καλύπτονται οι βασικές τους ανάγκες και να έχουν αγάπη. Είναι ικανοποιημένα με τα βασικά, κοιτάζουν τη φωτεινή πλευρά, σωσίβιο έχουν την αθωότητα.
– Κλείσε, σε παρακαλώ, Παύλο τα φώτα και πάμε για ύπνο. Το φως στο χολ άφησέ το ανοικτό, να μπαίνει λίγο φως από τη μισάνοιχτη πόρτα στο δωμάτιο των παιδιών.