Δύο μέρες δεν είχα πού να σταθώ στο σχολείο. Οι μαθητές με πολιορκούσαν με ερωτήσεις.
– Κυρία, μας έδωσαν το πρόγραμμα της επόμενης βδομάδας. Καλά θα λείπετε τόσες πολλές μέρες. Πού θα πάτε;
Όσο απέφευγα να απαντήσω, τόσο η περιέργειά τους φούντωνε. Έτσι, αποφάσισα να λύσω τη σιωπή μου.
Ανέβηκα στην έδρα και με σοβαρό ύφος ανακοίνωσα στα μικρά της πρώτης:
– Θα πάω ταξίδι του μέλιτος.
– Τι λέτε, κυρία; Μας δουλεύετε; Εσείς δεν είστε παντρεμένη;
– Πάνω από είκοσι χρόνια. Αλλά τι να κάνουμε παιδιά; Ο άντρας μου μού είχε υποσχεθεί ένα ταξίδι μέλιτος και τώρα έχει την οικονομική δυνατότητα να μου το προσφέρει.
– Κατάλαβα τι θα κάνετε, αναφώνησε ένα κοριτσάκι με ενθουσιασμό. Θα ανανεώσετε τους όρκους γάμους σας.
– Ακριβώς, βρήκα την ευκαιρία να συμφωνήσω.
– Θα φορέσετε και νυφικό; Θα έχετε και μπομπονιέρες;
– Εμάς θα μας καλέσετε;
– Παιδιά, θα είναι μία μικρή, κλειστή τελετή. Θα σας φέρω όμως κουφέτα και γλυκά όταν επιστρέψω.
– Και πού θα πάτε ταξίδι, κυρία;
– Μαλδίβες. Ήταν ο πρώτος εξωτικός προορισμός που μου ήρθε στο μυαλό.
– Αααααα!!!! Με κοιτούσαν με μάτια που έλαμπαν από θαυμασμό!
– Πάρτε μας κι εμάς μαζί σας!
– Τότε δε θα ήταν ταξίδι του μέλιτος αλλά πενθήμερη σχολική εκδρομή, βρε παιδιά!
Και καθώς η βροχή συνέχιζε να μαστιγώνει με βία τα παράθυρα της τάξης, μέσα από τα υγρά φθινοπωρινά τζάμια όλοι φαντασιωνόμασταν τις εξωτικές, καλοκαιρινές Μαλδίβες.
– Τουλάχιστον, θα ανεβάσετε καμία φωτογραφία να δούμε όταν φτάσετε;
– Θα ανεβάσω, υποσχέθηκα στα αθώα και ευκολόπιστα μικρά μου!
Πρωί-πρωί την άλλη μέρα με μία βαλιτσούλα με τα απαραίτητα περνούσα την πύλη του νοσοκομείου.






