Επί, Δημοσθένη Σεβέρη-Γρίδα Διγενή γωνία
«Δεν άκουσα ούτε το κουδουνάκι του ποδηλάτη, που ξυστά πέρασε από πλάι. Όχι, κοντοστάθηκα στ’ ανθοπωλείο με τα μπουκέτα. Ήταν δέκα, εκατό, χίλια, κόκκινα γαρύφαλλα.
Πώς βρέθηκα μες στο δρόμο μήτε που κατάλαβα. Πως να καταλάβω, να συλλάβω τι γινότανε γύρα μου. Εγώ κοίταζα και ξανακοίταζα ‘κείνον τον άντρα στα φώτα. Κι όλο βυθιζόμουν σε ‘κείνα τα μελένια μάτια. Σαν χθες, σαν σήμερα, σαν να μην έφυγε ποτέ ο Μάριος. Εμείς που πιτσιρίκια, ακόμη, παραβγαίναμε ο ένας στον άλλο στο δρομάκι προς την πλατεία με τον κύριο Ζαχαρία να μας δίνει απ’ ένα γαρύφαλλο για τα επινίκια. Ήταν και γι’ αυτόν ένα παιχνίδι –«ζωής υπόμνημα»- αυτουνού που η θωριά έσβησε λίγο αργότερα. Και στο βλέμμα του οδηγού, το πρωτομαγιάτικο μας λιοπύρι. Δεν προφτάσαμε για ένα τσαρδί. Μας πρόκαμε μια άξαφνη βαρυχειμωνιά. Στο καταχείμωνο, στο αστραπόβροντο του “76, σαν άλλος Οδυσσέας, με ξεχαρβαλωμένη ψυχή, ξεθωριασμένη θωριά, ξεφλουδιασμένα χείλια˙ διάβηκε το κατώφλι του δεύτερου συνοικισμού, με χέρια σημαδεμένα -απ’ τα Άδανα η Καλυψώ του- μετέωρα. Σαν και τότες, με χέρια ανοικτά, τρέχοντας, όσο τούτος ο οδηγός, χανότανε στο στρίψιμο με το χρυσοχοείο. «Θέλετε κάποια βοήθεια;» αναφώνησε ο σαστισμένος ανθοπώλης με τα μπουκέτα στο μέρος της καρδιάς, ¨κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο…¨ Άσε δε, που η πόλη δεν είχε ξυπνήσει καλά, καλά»
Και οι δυο αδελφές αγκαλιάστηκαν.