Μια μικρή βόλτα. Το ποδήλατο παρατημένο, πεσμένο στο δρόμο και αυτή λίγο παραπέρα κτυπημένη στο γόνατο και στο φρύδι, δεν μπορούσε να κουνηθεί από τον πόνο. Ο δρόμος αγροτικός, σπάνια περνούσε άνθρωπος. Έκανε μια προσπάθεια να πιάσει το τηλέφωνο που είχε πεταχτεί από την τσέπη της. Μάταια, δεν μπορούσε να το φθάσει. Ένιωθε το αίμα να τρέχει στο πρόσωπο της, το γόνατο της να πονά αφόρητα! Κοίταξε γύρω της αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Απογοητευμένη έκανε προσπάθεια να σηκωθεί αλλά μάταια! Είχαν περάσει τρεις ώρες που έφυγε από το σπίτι και ο Τάσος άρχισε να ανησυχεί. Του είπε ότι βγαίνει για μια μικρή βόλτα και δε γύρισε ακόμη. Το τηλέφωνό της δεν απαντούσε και η ώρα του μεσημεριανού πλησίαζε!
Πού να πήγε, αναρωτιόταν και γιατί δεν απαντά; Την έψαξε σε φίλους στη γειτονιά, πουθενά! Θυμήθηκε το μικρό εξωκλήσι που συνήθιζε να πηγαίνει μερικές φορές. Πήρε το αμάξι και σε λίγο ήταν εκεί, μα δεν τη βρήκε! Η ανησυχία του μεγάλωσε και αποφάσισε να ειδοποιήσει την αστυνομία, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του! Ήταν αυτή! Το σήκωσε με λαχτάρα αλλά η φωνή που απάντησε του ήταν ξένη.
“Τι σχέση έχετε με την Χρύσα Θεοδώρου”, τον ρώτησε και τον ενημέρωσε ότι βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. “Έχει χάσει πολύ αίμα”, του είπαν! Έτρεξε κοντά της πανικόβλητος! Οι μέρες περνούσαν χωρίς ιδιαίτερη βελτίωση. “Τη βρήκαμε αργά”, του είπαν! Πόσο όμορφη ήταν η ζωή τους και πώς άλλαξε μέσα σε μια στιγμή! Επιτέλους άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με λαχτάρα! Της έπιασε το χέρι και ήταν σαν να κρατούσε όλη του τη ζωή! Το έσφιξε δυνατά, πιο δυνατά δε γινόταν!