Έξι σπίτια κι εκείνη στέκει δίπλα, πάνω από το κεφάλι μου, στην άκρη του ματιού μου. Έξι σπίτια άλλαξα κι εκείνη επιμένει δίπλα μου και απλώνεται. Έχω αρχίσει να πιστεύω πως πλέον δεν οφείλεται στην υγρασία, να δεις που την κουβαλάω εγώ όπως την τσίχλα κάτω από το παπούτσι. Μονάχα να γεμίζω, να μαζεύω… Δεν αδειάζω, όπως τον βουλωμένο βόθρο, μόνο που εγώ μοσχοβολάω. Κατάμαυρη με λευκές πινελιές στο δωμάτιό μου. Στο πέμπτο σπίτι την άφησα να γεμίσει, να απλωθεί δίχως τελειωμό και αρχή. Αν με ρωτάς είναι φαύλος κύκλος . Όπου τέλος υπάρχει αρχή και όπου υπάρχει αρχή ξεκίνησε από το τέλος. Ολόγυρά μου ήταν, οπουδήποτε κι αν έπεφτε το βλέμμα μου στο σπίτι της μάνας μου. Στο έκτο σπίτι άργησε να έρθει στην επιφάνεια. Πηγαινοερχόμουν με τον φόβο μήπως την ξαναδώ.
Παρατηρούσα τους τοίχους με εκπνοή αργή ,να καίγεται ο λαιμός από τον καπνό μου. Κάθε πρωί μού έπνιγε τον λαιμό προκαλώντας μου βήχα. Ο γιατρός μου είχε πει να το αποφεύγω. Μαύρη με λευκές πινελιές… κακόγουστο αστείο. Όμως την μούχλα, όσο κι αν την καθαρίζεις με ειδικά και επαγγελματικά καθαριστικά , σιγοβράζει και κρύβεται κάτω από το επιφανειακό κομμάτι του ζωγραφισμένου σου τοίχου. Ποτέ δεν έφυγε. Ποτέ δεν έφευγε… Χάχα, κακόγουστο αστείο να σου μιλάω για τη μούχλα κι ας είμαι βουλωμένος βόθρος που μοσχοβολάει. Δεν με ρώτησε ποτέ κανείς κι ας δίνω μονάχη μου απαντήσεις. Λες να την προκαλώ εγώ; Λες η παράνοια του μυαλού μου να με αποκαλέσει παρανοϊκό; Και να φύγει; Ποιος ξέρει, δεν με ρώτησε κανείς! Έξι σπίτια κι εκείνη στέκει δίπλα μου κι εγώ εδώ βουλωμένος βόθρος.