Μία φορά κι έναν καιρό λίγο πριν τα Θεοφάνια ένας καλικάντζαρος ετοίμαζε με πόνο καρδιάς τη βαλιτσούλα του. Δεν ήταν ένας κακός, μοχθηρός, βρώμικος καλικάντζαρος. Ήταν ένα γλυκούτσικο πλασματάκι με αμυγδαλωτά μάτια και μυτερά αυτιά που μύριζε αφρόλουτρο φράουλα. Φιλοξενούταν στο κέντρο μίας μεγάλης πόλης, στο διαμερισματάκι μίας ηλικιωμένης κυρίας, της κυρίας Ανθούλας. Η κυρία Ανθούλα άνθιζε κάθε χρόνο απ’ τη χαρά της με τον ερχομό του καλικάντζαρου στο σπιτικό της, στην οδό Ανθέων.
Μαζί στόλιζαν το σπίτι, έφτιαχναν γλυκά κι οργάνωναν τις σκανδαλιές. Μία χρονιά ο καλικαντζαράκος ξεσκόνισε με το σουίφερ την πιατέλα με τους κουραμπιέδες της νύφης της. Εκείνη, η καημένη κοκκίνισε από ντροπή για τους φαλακρούς κουραμπιέδες κι η κυρία Ανθούλα έσκασε στα γέλια. Μία άλλη φορά άλλαξε θέση στη ζάχαρη και το αλάτι. Έτσι, όλοι στο σπίτι έπιναν αλμυρό καφέ. Φέτος ανακάτεψε τα δώρα κάτω απ’ το δέντρο. Ο άντρας της κυρίας Ανθούλας πήρε δώρο ένα τρενάκι κι ο εγγονός της ένα ζευγάρι μάλλινες παντόφλες, νούμερο 43.
Η κυρία Ανθούλα μπαίνει στο δωμάτιο. Έχει πλέξει ένα μάλλινο σκούφο κι ένα κασκόλ για τον καλικαντζαράκο της, να τον κρατούν ζεστό στο ταξίδι του για τη χώρα των καλικαντζαραίων.
«Του χρόνου», υπόσχονται ο ένας στον άλλο την ώρα που μικρά, τριχωτά, καθαρά όμως χεράκια με κομμένα νυχάκια γατζώνονται γύρω απ’ τη μέση της κυρίας Ανθούλας της οδού Ανθέων.
Και έζησαν αυτοί καλά, όμορφα κι ανθηρά κι εμείς ακόμα πιο γλυκά!