Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Περιπλανιέμαι αδιάκοπα χωρίς σκοπό
στο νυχτερινό ουρανό,
όταν κουρασμένος απ’ την αδιάκοπη κίνηση
των πλανητών και των άστρων
απιθώνει τα μυστικά του δίπλα μου
Αινίγματα από αστροκεντημένο ύφασμα
βαριά κάτω απ’ τη θολωτή τέντα του χάους
Η άμμος του διαστήματος
διατηρεί πάντα τα ίχνη τους
μα στα δικά μου μάτια
που τα μαστιγώνει ο άνεμος του Σύμπαντος
κρύβει μια ζωή από θάλασσες του σκότους
ΣΑΝ ΤΗ ΦΥΓΗ ΤΩΝ ΓΑΛΑΞΙΩΝ
Στο θεσπέσιο σώμα της διαγαλαξιακής ψυχής μου
ανάβουν φωτιές τα φλεγόμενα άστρα σου
Σαν τη φυγή των γαλαξιών απομακρύνεσαι από εμένα,
κάνοντας το αίμα του Θεού
να κυλάει με λαχτάρα για εσένα
το τόσο υπέροχα σκοτεινό σμήνος των πόθων μου
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΓΙΑ ΛΙΓΟ
Σύμπαν
δέξου το ημιθανές σώμα μου
έστω και για λίγο
στο ολόφωτο κιβούρι
των μυστικών και θαυμάσιων αναγεννήσεων σου
Άφησε τους πόθους μου ν’ αναγεννηθούν
έστω και για λίγο
μέσα στην αιωνιότητα της δικής σου σιωπής
ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Μ’ ένα φτερούγισμα έφυγα απ’ τον πλανήτη μου
Σκόρπισα τριγύρω μου καυτές σταγόνες ιδρώτα
Τα φτερά μου λερώθηκαν με θρυαλλίδες αίματος
Στο λυκαυγές κολύμπησα της φευγάτης υδρογείου
Πέρασα μέσα από αρχέγονες αστραπές
που οι ηλεκτρομαγνητικές πυρές τους
φλέγονταν επάνω στο αστρόπλοιό μου
Στου διαστήματος τα κατάβαθα
είδα τις ερινύες βγαλμένες
απ’ την σκουριά πανάρχαιων μηχανών
να με ακολουθούν αμετάπειστα
Σαρκοβόρα και αιμοσταγή τέρατα
τις συνόδευαν στην κορυφή άλλων κόσμων
όπου η τέχνη των ονείρων μου
δεν είχε καμιά δικαιοδοσία
Η ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗ
Σκληρή ή τρυφερή η αλήθεια;
Οι πόθοι για ζωή κάπου αλλού θεμελιώνονται
από συνάξεις μυστικών πρωτοφανέρωτων
Έτη φωτός μακριά
ο Εγγύτατος του Κενταύρου, η Ζώνη Κάιπερ
μα το φως τους προτρέπει το φίλημα
της υδρογείου με τις φιλοξενούμενες μορφές
των πανάρχαιων κατοίκων τους
Ξεπερνώντας τα όρια του γαλαξία,
θα συναντηθούμε μαζί τους
πέρα απ’ τις χαμηλοβλεπούσες προσδοκίες μας
Θ’ ανταμώσουμε ξανά
με παράξενους θεοποιημένους κόσμους
και αλλόκοσμους πολιτισμούς
σε μια συνάθροιση ενσυναίσθησης
που μόλις τώρα κυοφορείται
στο κομματιασμένο μυαλό των ανθρώπων
Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Φλέγεται το Σύμπαν επάνω στο πρόσωπό μου,
το ουράνιο φως του μυστηρίου,
ύλη ολόφωτη, των αινιγμάτων το χρώμα
Πόσα έτη φωτός μακριά απ’ τη Γη ταξιδεύω;
Έχω λησμονήσει σχεδόν πως είμαι άνθρωπος,
πως είμαι παιδί δικό της
Ένας ασήμαντος κόκκος άμμου
νιώθω μέσα στο άπειρο
Ταξιδεύω, δε θυμάμαι πια πόσο καιρό
ανάμεσα στα κενά του διαστήματος
Περιστρέφομαι επικίνδυνα
ανάμεσα σε κομήτες και αστεροειδείς
Μοναδική συντροφιά ο εαυτός μου
καψαλισμένος και αυτός απ’ τις ηλιαχτίδες
και εκείνο το καιγόμενο δαχτυλίδι
που χορεύοντας σαγηνευτικά μπροστά στα μάτια μου,
μου υποδεικνύει με τον τρελό ρυθμό του
τον άγνωστο για εμένα προορισμό
ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ ΓΗΣ
Έχει σκιές η Γη σήμερα
Κάπου ακούγονται ψαλμωδίες
Τα πουλιά πένθιμα τραγουδούν
Είμαι παντού
Δεν είμαι πουθενά
Μόνος πλοηγώ μες στην αιώνια νύχτα
Έχει σκιές η Γη σήμερα
Κάπου ακούγονται θρήνοι
Εύχομαι μόνο να προσεδαφιστώ
στην υδρόγειο ξανά
και όχι σε κάποιον άγνωστο πλανήτη
ΜΙΚΡΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Αστρικά νεφελώματα, ήλιοι, διπλά φεγγάρια,
κομήτες, αστεροειδείς, εξωπλανήτες,
στο κέντρο του Σύμπαντος
μια τερατώδης μαύρη τρύπα
Η υδρόγειος ένας εξαθλιωμένος
κόκκος της άμμου του διαστήματος
Ο άνθρωπος ένα κομμάτι τρομώδους λάσπης,
μια εύθραυστη φόρμα πηλού
άβουλη και ματωμένη,
ένα κρύσταλλο θολωμένο απ’την πνοή του Θεού
χωρίς υπόσχεση καμιά ελευθερίας
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Οι δρόμοι μου χάνονται στη δύση τους
Έναν που ακολούθησα αμέριμνα
για ύστατη φορά στη ζωή μου
δε βγάζει πουθενά
Χωρίς να το υποψιαστώ υποκύπτω στη μοίρα μου
Αυτού που απ’ την αρχή νομοθετεί
με μια μυστική και αλύπητη ζυγαριά
Αυτού που πλάθει τα όνειρα, τις ψευδαισθήσεις,
τις φασματικές εικόνες, τις αποτυχίες
θα του φορτώσω τα τσακισμένα σκαριά της ζωής μου
Για όλα υπάρχει μια τελευταία φορά,
το τέλος και η λήθη κάθε αξίας
Ποιος θα μου πει μέσα στο σούρουπο,
ποιο δρόμο έπρεπε ν’ ακολουθήσω;
Έξω απ’ το αστρόπλοιό μου τρεμοπαίζει απειλητικά η αιώνια νύχτα
Δίπλα μου μια στοίβα λησμονημένα βιβλία
φυλλομετρούν την αμετάβλητη ζωή μου
Η σκιά της ξεχύνεται ορμητικά προς έναν ακαθόριστο ορίζοντα
Η ΡΟΤΑ
Προχωρώ γι’ άγνωστες ακτές
Έρμαιο της αιώνιας νύχτας
Δε θα επιστρέψω ποτέ
Δε θα μπορούσα εξάλλου να παραμείνω απαθής
μέσα στη θάλασσα του χωροχρόνου
Εκεί δε θα κατάφερνα να ρίξω άγκυρα
ούτε για μια στιγμή
Θάλασσες του Σύμπαντος
Εκεί ο χρόνος δεν τελειώνει ποτέ,
γιατί απλά δεν υπάρχει
Πλάι στους αλλόκοσμους
που δε μ’ έχουν ξαναδεί
αλλόκοσμος κι εγώ
Κάτι μου ψιθυρίζουν οι έναστροι ουρανοί
Δε γνωρίζω τη γλώσσα τους
μα κάτι μέσα μου κραυγάζει:
– Άνοιξε καλά στη ρότα σου
το ιστίο της αγάπης!