ΓΡΑΦΕΙΝ

Σαν το λυχνάρι του Αλαντίν

Και από πού να ξεκινήσω και πώς να το «πιάσω». Ο καταυλισμός των προσφύγων από τον πόλεμο στην Συρία που μας άλλαξε τη ζωή. Ο καταυλισμός που μας άνοιξε τα μάτια και που με έβγαλε από το προσωπικό μου τέλμα.

Βρέθηκα λοιπόν κι εγώ εκεί έπειτα από μια σειρά συγκυριών κυρίως αρνητικών, – λαθών συσσωρευμένων του παρελθόντος –  που τελικά με οδήγησαν σε αυτήν τη νέα συνθήκη. Και πόσους ανθρώπους συνάντησα εκεί. Ανθρώπους που δεν γνώριζα και που δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να συναντήσω, κι άλλους πάλι, κατά σύμπτωση, γνώριμους από το παρελθόν.

Οι πρώτες ημέρες ήταν αναγνωριστικές, διερευνητικές και τα νερά αχαρτογράφητα όπως λέμε. Φοβόμουν μην αρρωστήσω, μην μπλέξω άθελα μου σε καυγά, ακόμη και μην με σκοτώσουν φοβόμουν. Μου είχαν εξηγήσει ότι απαγορεύεται να μιλήσω, να πλησιάσω ή να κοιτάξω γυναίκα στα μάτια γιατί αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο ακόμη και για τη ζωή μου. Καμία φωτογραφία, να προσέχω τα λόγια μου, το που κινούμαι και γενικά πως οι ισορροπίες είναι οριακές και εύθραυστες. Δούλευαν πολλοί άνθρωποι εκεί, αρκετοί Έλληνες, μα κυρίως ξένοι. Εθελοντές που ερχόντουσαν από διάφορες χώρες του κόσμου για να βοηθήσουν και ο καθένας πάντα για τους δικούς του λόγους. Στην αρχή αυτό με ενοχλούσε. “Δεν είναι κατασκήνωση εδώ ρε φίλε”, έλεγα από μέσα μου και αισθανόμουν ότι για να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο έπρεπε να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι. Αργότερα κατάλαβα ότι όλοι βρισκόμασταν εκεί για κάποιο λόγο. Ο καθένας υλοποιούσε τους δικούς του στόχους κι εγώ ήμουν για ακόμη μία φορά.. οδηγός.

Αφού πέρασα την ψυχρολουσία των πρώτων εβδομάδων και δεν ήταν τόσο επικίνδυνο όσο μου είχαν περιγράψει κατάλαβα πως, αν ήθελα να γίνω αποτελεσματικότερος στα δρομολόγια, θα έπρεπε να γνωρίσω τους πρόσφυγες καλύτερα και για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να τους αφιερώσω περισσότερο χρόνο. Παρατηρώντας τις συνήθειες, τη δομή της συμπεριφοράς, την οικογένεια και την κοινωνική ιεραρχία, θα μπορούσα να προχωρήσω σε συμπεράσματα που θα με βοηθούσαν να τους κατανοήσω βαθύτερα και να τους πλησιάσω. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να δημιουργήσω επικοινωνία και για να δημιουργήσω επικοινωνία θα έπρεπε να μάθω τη γλώσσα. Τρελό το ξέρω, αλλά αληθινό. Ανεξάρτητα των παγιωμένα αρνητικών αντιλήψεων, η γλώσσα των Αράβων έχει μεγάλο βάθος, ιστορία, γραμματικό ενδιαφέρον και ελευθερία στην έκφραση. Αποδείχθηκε επίσης εξαιρετική άσκηση για τον εγκέφαλο, μιας και είναι αντίδρομα δομημένη. Αφού ξεπέρασα την προκατάληψη, ξεκίνησα. Αργά, σταθερά και άνευ διδασκάλου, πραγματικά δύσκολο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον και σιγά σιγά το απλό Σουκράν – Άφουαν (ευχαριστώ – παρακαλώ) εξελίχθηκε με τη βοήθεια αραβόφωνων εθελοντών αλλά και των ιδίων των κατοίκων του καταυλισμού σε κάτι βαθύτερο και πληρέστερο. Δεν έμαθα φυσικά να μιλώ και να συζητώ σε πραγματικό χρόνο, με την ταχύτητα της ροής του λόγου, όχι βέβαια, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ και το σπουδαιότερο; Να αναγνωρίσω τα γράμματα της αλφαβήτου. Μου ήταν αδύνατο να δεχθώ ότι τα παιδάκια που χαρούμενα έπαιζαν γύρω μου, μπορούσαν να διαβάσουν τις επιγραφές, στο ιατρείο πχ ή στις εισόδους των επιμέρους χώρων ενώ εγώ όχι. Έπρεπε να τα καταφέρω.

Ανατροπή λοιπόν και από εκεί που βρισκόμουν στο απόλυτο οικονομικό, οικογενειακό και προσωπικό αδιέξοδο, (δεν ξέρω ποιο απ’ όλα ήταν το χειρότερο, μα αθροιστικά το βάρος τους ήταν ασήκωτο) και τα πρωινά στο σπίτι, βυθισμένος σε κατάθλιψη, δεν ήξερα γιατί ξυπνώ και για ποιο λόγο εξακολουθώ να υπάρχω, ο καταυλισμός μου έδωσε και τον λόγο αλλά και την σπίθα για επανεκκίνηση. Τον χρειαζόμουν, με χρειαζόταν, άρπαξα την ευκαιρία και κάπως έτσι βρέθηκα εκεί.

Μεταφορές κατ’ εντολή των γιατρών του Ερυθρού Σταυρού για ελαφρά περιστατικά που δεν απαιτούσαν ασθενοφόρο, ήταν ‘το πόστο μου’. Προγραμματισμένα ραντεβού για εξετάσεις στην Αθήνα ή μικροατυχήματα που συνήθως κατέληγαν στα κοντινά νοσοκομεία και ιατρεία της περιοχής. Αναμονή, κάποιες φορές διερμηνεία και επιστροφή. Το μικρό κίτρινο αυτοκινητάκι έγραφε ασταμάτητα χιλιόμετρα κι εγώ προσπαθούσα να κάνω, έστω και με μια επίσκεψη στον γιατρό, τους επιβάτες να ζήσουν μια μικρή εμπειρία απόδρασης από τον εγκλεισμό τους. Καλή μουσική, χαλαρή διάθεση, χαμόγελο και επικοινωνία. Ήθελα να γνωρίζουν ότι δεν ανήκω σε κάποια κρατική ή στρατιωτική αρχή, δεν είμαι ανώτερος τους και ότι η διαδρομή δεν είναι υπηρεσιακή διακομιδή αλλά μια βόλτα, μια ανάσα. Χαλαρά στο κάθισμα, ανοικτά παράθυρα, τσιγάρο ελεύθερα και χέρια έξω στον αέρα. Μπορείς και να κοιμηθείς τούς έλεγα σε σπαστά αραβικά. Κάνε ότι επιθυμείς και εκεί που θα φτάσουμε όλα θα πάνε καλά θα δεις. Κι αν δεν πάνε είμαι εγώ εδώ μην ανησυχείς. Μόνοι στον δρόμο μακριά από τα κοντέϊνερ και τα συρματοπλέγματα κάποιες φορές μου ζητούσαν προκαταβολικά συγνώμη και μετά από βαθύς αναστεναγμούς ξεσπούσαν σε κλάματα. Κλάματα με λυγμούς. Και πόσα δάκρυα είχα μεταφέρει σε αυτό το δίπλα κάθισμα.. Δεν ήξερα πραγματικά πως να το διαχειριστώ. Σας μιλώ για τους αληθινούς πρόσφυγες του πολέμου. Ανθρώπους σοβαρούς, μορφωμένους, με οικογένειες, που έχασαν τα πάντα.

Έτσι ημέρα με την ημέρα άρχισα να εισπράττω αποδοχή και να κερδίζω την εμπιστοσύνη. Δύο περίπου μήνες αργότερα, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν τους απασχολούσε πιά καν το γεγονός ότι δεν ήμουν γυναίκα και με εμπιστεύονταν να μεταφέρω ακόμη και μόνος τις γυναίκες τους όσο μακριά κι αν βρισκόταν το νοσοκομείο που απαιτούσε η περίσταση. Αυτό ήταν υπέρβαση για την κουλτούρα τους και για εμένα προσωπικός θρίαμβος!

Με τους στενότερους φίλους κάναμε παρέα στα κενά, κάποιες φορές μου έβραζαν καφέ με κάρδαμο και προσπαθούσαμε να μοιραστούμε ιστορίες από τις ζωές και τις πατρίδες μας. Άλλες πάλι καθόμουν σε μεγαλύτερες παρέες προσπαθώντας να καταλάβω τη γλώσσα, να γελάσω με τα αστεία τους, κι εκείνοι διασκέδαζαν με την προφορά μου και με ενθάρρυναν να συνεχίσω. Διάβαζα συνεχώς το βιβλίο των αραβικών που μου είχε φέρει δώρο φίλος εθελοντής από την Σαουδική Αραβία και όλα κυλούσαν ήρεμα. Υπήρχαν φορές που συγκεντρώνονταν στη σκιά κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μουσική με όργανα παραδοσιακά, διαφορετικά από τα δικά μας και τραγουδούσαν με πάθος. Ήταν συγκινητικό. Δεν μπορούσα να αισθανθώ ανωτερότητα, δεν ξέρω γιατί κάποιοι το ένιωθαν αυτό, ήταν γελοίο. Αισθανόμουν όμως ξαφνικά πολύ τυχερός για όλα όσα είχα.

Ενδιαφέρον θα είχαν επίσης και τα ομαδικά μαθήματα κιθάρας που πρότεινα. Δωρεάν φυσικά και στον ελεύθερο, πάντα, χρόνο μου. Έχοντας τόσα μουσικά όργανα στο σπίτι και μην μπορώντας να μεταφέρω εκεί το ηλεκτρικό μου μπάσο, με πολλή αγάπη θα τους δίδασκα όλα όσα γνωρίζω γύρω από την κιθάρα. Είχαν και οι ίδιοι παραδοσιακά έγχορδα και θα γινόταν όμορφη ανταλλαγή πληροφοριών . Η απάντηση που έλαβα από την οργάνωση για την οποία εργαζόμουν ήταν δυστυχώς αρνητική.  “Είσαι απλά ένας οδηγός μου είπαν”. Και έπειτα ακολούθησε η γνωστή καθημερινή μουρμούρα για τη συμπεριφορά μου και τον χρόνο που διέθετα στους κατοίκους εκεί.

Πέρασαν πολλοί άνθρωποι από τις διάφορες θέσεις που δημιουργήθηκαν για να καλυφθούν οι ανάγκες του καταυλισμού. Έλληνες, δυστυχώς πολλές φορές με έπαρση, τουπέ και αδιαλλαξία. Και σε άλλες περιπτώσεις σεμνά, διακριτικά με σεβασμό και στοχοπροσήλωση. Όπως ο Ερυθρός Σταυρός. Είχε έντονη παρουσία για μεγάλο διάστημα και ήμουν τυχερός που πορευτήκαμε ταυτόχρονα γιατί εκεί γνώρισα όμορφους ανθρώπους, καθαρούς. Ροκ ανθρώπους, που έκαναν με χαμόγελο τη δουλειά τους και σε βάθος χρόνου αποδείχθηκε ότι γούσταραν πραγματικά και αυτά που έλεγαν τα εννοούσαν. Όπως επίσης και στη σχολική αίθουσα το κλίμα ήταν χαλαρό και φιλικό όπως αρμόζει σε έναν χώρο μόρφωσης και εκπαίδευσης.

Όλοι είχαμε τον ρόλο μας εκεί. Μια πολυπολιτισμική μικροκοινωνία όπου ο καθένας έδινε αυτό που αισθανόταν ότι ήθελε να δώσει και που ο καταυλισμός του επέστρεφε πάντα αυτό που ζητούσε.

Είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα μια τέτοια ‘δομή’ και προς μεγάλη μου έκπληξη παρατήρησα πως συνήθως αντιδρά όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Φιλικά δηλαδή ή εχθρικά, ανάλογα με τον τρόπο που τον προσεγγίζεις. Κι ενώ είχε φτιαχτεί για να παρέχει στέγη, τροφή και προσωρινή ασφάλεια στους πρόσφυγες τελικά στους υπόλοιπους προσέφερε πολλά παραπάνω.

Από δημόσιες σχέσεις, θέσεις εργασίας, θέσεις εξουσίας και ‘τροφή’ για κομματικές αντιπαραθέσεις μέχρι νέες παρέες, ταξιδιωτικές εμπειρίες, επαφή με το άγνωστο, ακόμη και.. ερωτικά ρομάντζα στα κοινόβια των εθελοντών. Σου έδινε επίσης απλόχερα και σχεδόν μαγικά την δυνατότητα να βιώσεις όποιο συναίσθημα επιθυμούσες. Από την ψευδαίσθηση της υπεροχής, την αληθινή υπεροψία, τον οίκτο, την αηδία, την περιφρόνηση και την απαξίωση, μέχρι την βαθύτερη κατανόηση, την αποδοχή, την αφοσίωση και τέλος την αγάπη.

“Παγκόσμια τράπεζα συναισθημάτων” το ονόμαζα μιας και στο σύνολο μας καλύπταμε το μεγαλύτερο φάσμα θρησκειών, φυλών και γεωγραφικών περιοχών του πλανήτη.

Σαν το λυχνάρι του Αλαντίν ο καταυλισμός ήταν εκεί και έδινε στον καθένα από εμάς αυτό που ζητούσε, αυτό που χρειαζόταν περισσότερο.

Δεν είναι πραγματικά απίθανο;

Τα πρωινά νωρίς, πολύ νωρίς έπαιρνα καφέ από το κέντρο της πόλης, έκανα τσιγάρο και έπειτα περνούσα από τα καταλύματα των εθελοντών. Αφού ετοιμαζόντουσαν τους μετέφερα στον καταυλισμό. Στα κοντέϊνερ μάς περίμεναν ήδη οι κοπέλες του Ερυθρού Σταυρού που μας μοίραζαν τις εντολές για τα δρομολόγια της ημέρας και πραγματικά το team ΄πετούσε’. Επειτα αναλύαμε τις διαδρομές με βάση τα κριτήρια που έπρεπε να κινηθούμε και φορτωμένοι ασθενείς αλλά και τους εθελοντές μεταφραστές ξεκινούσαμε.

Κάποιες φορές το νοσοκομειακό κομμάτι ήταν αυτό που λέμε – απάνθρωπο, οδυνηρό γιατί ακόμη και στις ημέρες μας, δυστυχώς, υπάρχουν ασθένειες που δεν θεραπεύονται ή ασθένειες με πολύ μικρό προσδόκιμο ζωής και όταν αυτό πρέπει να το μεταφράσεις ανακοινώνοντας το σε γονείς… ‘είναι να ανοίξει η γη να σε καταπιεί’. Άλλες φορές πάλι, το χαμόγελο, η ευγένεια ενός γιατρού και μια επιτυχημένη θεραπεία μας έφτιαχναν την ημέρα και ‘πετώντας’ επιστρέφαμε θριαμβευτές!

Ο καταυλισμός μού έμαθε πως πρέπει να δείχνω σεβασμό, να είμαι ευγενικός και να ακούω με προσοχή ανθρώπους που είχαν κουραστεί να νιώθουν ανεπαρκείς, να υπακούν στις αρχές και κανείς να μην τους δίνει την προσοχή που στοιχειωδώς απαιτεί μια ανθρώπινη ύπαρξη. Πόσο μάλλον μιας οικογένειας σε δυσμενή θέση, με μικρά παιδιά όπου τα ματάκια τους παρακολουθούν και καταγράφουν την, εναντίον τους, σκληρότητα και   αδιαφορία, ως συμπεριφορά φυσιολογική. Και που όταν ενηλικιωθούν προφανώς και ηχηρά θα ανταπαντήσουν.

Καταλαβαίνω πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα της μεταναστευτικής ροής από τον ‘τρίτο κόσμο’ προς στην δύση και όλοι νιώθουμε ότι η ισορροπία έχει χαθεί προ πολλού αλλά όταν μιλάμε για πρόσφυγες πολέμου εννοούμε ανθρώπους και οικογένειες που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους παρά την θέληση τους. Ανθρώπους και οικογένειες που έχασαν τα πάντα. Περιουσίες, συγγενείς, φίλους και κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Εκείνοι αξίζουν τον χρόνο, την υποστήριξη και τον σεβασμό μας.

Και πόσο αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους. Και πόσα δώρα μου έκαναν, πόσες συζητήσεις και πόσες αγκαλιές αποχαιρετισμού. Ακόμη χαζεύω κάποιες φορές τις χειρόγραφες αφιερώσεις στο βιβλίο μου. Είναι τόσες πολλές οι αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Και είναι περίεργο να δουλεύεις σκληρά και να προσπαθείς να προσφέρεις αλλά τελικά να λαμβάνεις.

Και κάπως έτσι, δειλά δειλά, χτίστηκε μέσα μου κι η ιδέα για ένα ταξίδι -πρέπει να μιλήσω γι’ αυτό το ταξίδι, ελάχιστοι μόνο κατάλαβαν τι συνέβη εκεί -.

Είχα την ανάγκη να δω από κοντά τον αραβικό κόσμο, να ζήσω την κουλτούρα και τη γλώσσα στον τόπο τους και να συμπληρώσω με μυρωδιές αληθινές και εικόνες όλα όσα μου είχαν διηγηθεί οι πρόσφυγες στις συζητήσεις μας. Έδινα πολύ μεγάλη βαρύτητα σε αυτό. Έπρεπε βέβαια πρώτα να δημιουργήσω τις συνθήκες που θα το επέτρεπαν, κι έτσι λίγους μήνες αργότερα, όταν δυστυχώς δεν εργαζόμουν πια στον καταυλισμό, κατάφερα και πραγματοποίησα αυτό το μοναδικό ταξίδι. Με ένα σακίδιο στην πλάτη, μόνος, σχεδόν χωρίς χρήματα και χωρίς πλάνο στην Αίγυπτο, με πυξίδα το συναίσθημα. Περπατώντας, παρατηρώντας αδιάκοπα και συναντώντας, αργά κάθε βράδυ, μοναχικούς ταξιδιώτες από κάθε πλευρά της γης, συνέλεγα πληροφορίες, στιγμές και εικόνες που χρειαζόμουν. Αυτό διήρκησε για δώδεκα περίπου ημέρες, μέχρι που ένα πρωινό μια δυνατή εσωτερική παρόρμηση, με οδήγησε απερίσκεπτα, από την κοιλάδα του Νείλου, στις αρχές της ερήμου. Ήταν επικίνδυνο και ήμουν εκεί μόνος, κατάμονος. Η πρωτόγνωρη εικόνα της άμμου, η απόλυτη ηρεμία και το αφιλόξενο, ψυχικά με καθήλωσαν. Με διέλυσαν. Το χαμσίνι με διαπερνούσε και άγγιζε την ψυχή μου προκαλώντας μου φόβο βαθύ, δέος και γοητεία για το άγνωστο απέραντο. Είχα παραλύσει. Γοητεία όπως δεν μου είχε ασκηθεί ξανά ποτέ στο παρελθόν. Σαγήνη ίσως μπορώ να το ονομάσω πιο σωστά, που στο βάθος της όμως φλέρταρε εμφανώς με τον θάνατο. Όταν συνήλθα από το συναισθηματικό σοκ, αισθανόμουν πως αυτός ο μεγάλος κύκλος εσωτερικής αναζήτησης είχε πια κλείσει. Πως δεν έλειπε πλέον κανένα κομμάτι και πως η απαντήσεις στα ερωτήματα που με βάραιναν, βρισκόταν πίσω εκεί στην ρίζα μου. Στην αγκαλιά των παιδιών μου δηλαδή και την οικογένεια. Κι έτσι ολοκληρωμένος επέστρεψα.

Την περίοδο που ακόμη βρισκόμουν στον καταυλισμό, σ’ εκείνο που δυστυχώς δεν είχα δώσει καμία σημασία, και που αποδείχθηκε μοιραίο, ήταν η ΜΚΟ στην οποία εργαζόμουν.  Ήμουν για εκείνους ένα μόνιμο πρόβλημα, μια λάθος επιλογή. Ένας παρείσακτος που δεν ευθυγραμμιζόταν με την λογική τους. Βίωνα όμως τόσο έντονα την αγάπη, την αποδοχή και την στήριξη εθελοντών και προσφύγων οπότε και δεν έδινα σημασία. Είχα συνηθίσει άλλωστε στην μυστικοπάθεια και στα μισόλογα και οι ελλιπείς πληροφορίες που λάμβανα μού δινόταν εσκεμμένα με τρόπο τέτοιο ώστε να κάνω λάθη. Θλιβερό.. Γιατί ήμουν καινούριος στην ΜΚΟ αλλά όχι στη ζωή και την εργασία.

Οι εθελοντές, από την άλλη, έκαναν συνήθως πολύ καλή δουλειά. Έφεραν από τις πατρίδες τους αντιλήψεις και συνήθειες πολύ διαφορετικές από τις δικές μας. Πολλοί βέβαια από την οργάνωση στεκόντουσαν επικριτικά σε όποια αρνητικά μπορεί να υπήρχαν. Και σίγουρα υπήρχαν. Στην πλειοψηφία τους όμως ήταν αποτελεσματικοί, υπομονετικοί και κάποιες φορές αντιλαμβανόμουν ότι είχαν παιδαγωγικές γνώσεις και εκπαίδευση που πραγματικά ζήλευα. Ερχόντουσαν για περίπου δεκαπέντε με είκοσι ημέρες ο καθένας στον καταυλισμό και μετά πάλι έφευγαν. Έτσι συνεχώς εναλλάσσονταν. Οι υπόλοιποι είμασταν εκεί σταθεροί και εργαζόμασταν κάποιοι για τις οργανώσεις και άλλοι για τον Ερυθρό Σταυρό.

Κάθε εθελοντής και μια ‘προσωπικότητα’. Κάθε εθελοντής και μια.. ιστορία.

Την τελευταία μου ημέρα στον καταυλισμό, φεύγοντας παρά την θέληση μου για ασαφείς και αδιευκρίνιστους λόγους και αφού έναν προς έναν ευγενικά τους αποχαιρέτησα όλους, στάθηκα για λίγο μόνος στην έξοδο κάτω από την σκιά της κεντρικής πύλης. Αισθανόμουν σχεδόν ακρωτηριασμένος. Είχα μόλις αποκοπεί βίαια από κάτι στο οποίο είχα δοθεί ολοκληρωτικά και τόσο πολύ αγαπούσα. Στεκόμουν σαστισμένος γιατί η απογοήτευση στο μυαλό μου πάλευε με την ευλογία της ευτυχίας για τα όσα έζησα εκεί. Η συναισθηματική ένταση της στιγμής πολύ μεγάλη. Έστριψα ένα τσιγάρο και περίμενα έναν καλό φίλο που μόλις είχε μάθει τα δυσάρεστα και ερχόταν να με αποχαιρετήσει. Στα χέρια μου σφιχτά το βιβλίο των αραβικών. Δυο νήπια πιο πέρα έκαναν ανέμελα χαρούμενες βόλτες με τα ποδηλατάκια των παιδιών μου χωρίς να γνωρίζουν ούτε εκείνα αλλά ούτε και οι γονείς τους ποιος τα είχε αφήσει στην πόρτα τους εκείνο το πρωινό. Αποχαιρέτησα και τον τελευταίο φίλο, έριξα μια ματιά στη βιβλιοθήκη, το σχολείο, την παιδική χαρά και έφυγα για πάντα.

Και ο καταυλισμός έστεκε εκεί και έδινε σε όλους.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.8 / 5. Σύνολο ψήφων: 64

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Σταύρος Μάλλιος

Ο Σταύρος είναι ένας καθημερινός άνθρωπος χωρίς εκπαίδευση στην συγγραφή και χωρίς ιδιαίτερες ακαδημαϊκές γνώσεις. Τα σύντομα διηγήματά του είναι συνήθως βιωματικά και αφορούν σε διάφορες περιόδους της ζωής του.

error: www.grafein.gr