Λευτερώθηκε πια το γαλάζιο. Τα βουνά ανάσαναν χαρούπι και θυμάρι και στον κάμπο τα σπαρτά ίσιωσαν, ημέρεψαν, ξαπόστασαν. Το ηλιόφωτο γλίστρησε μέσα απ’ τις χαραμάδες και τα παράθυρα, στεγνώνοντας των χωριανών τα κόκκαλα και τα μάτια. Έτσι, αθόρυβα γλίστρησε και ο Ανδρέας, κείνο το πρωινό, στα σοκάκια, ψάχνοντας για το αρχοντικό πλάι στο σπιτικό του μυλωνά.
Σαν ζύγωσε την αυλόπορτα, του κόπηκαν τα πόδια. Έτρεμε το κατωσάγονό του και τα μάτια του έλαμψαν. Άπλωσε το χέρι για κάτι δευτερόλεπτα στον παραστατό και… δρασκέλισε το κατώφλι καταπίνοντας βαριά. Μες τούτη την υγρασία, τη χωματίλα, σαν σε μνήμα, στεκότανε μια λυγερόκορμη πορτοκαλιά. Όσο την πλησίαζε, τόσο η λάμψη της απίθωνε στο γλειμμένο πρόσωπό του. Γυάλισαν τα σπράδια του ματιού σαν είδε κατάχαμα τρία παρατημένα, παρασκονισμένα πορτοκάλια. Ξανάνιωσε κείνο το ανταριασμένο χάραμα στο λιμάνι, τις αγριογκαρίδες του ιδιοκτήτη του Fish n’ chips του Τζίμη στην Αγγλία, το πιεστήριο στην ξένη εφημερίδα, το χάδι της Καρίνας στα μαλλιά, το χτύπημα στην πλάτη που του ‘δωσε ο Βέντριχ στον αερολιμένα, και πριν από λίγο, το σκούντηγμα του διπλανού στο λεωφορείο για το χωριό.
Σαν έσφιξε στα χέρια του τα πορτοκάλια, κατάλαβε πως τελειωμό δεν έχει ο αγώνας. Πως δεν θα στερέψει ποτές στον κόσμο το δάκρυ και τ’ αίμα και πως μονάχα ο Έρωτας θα ‘πρεπε να έχει την τελευταία κουβέντα.






