Μπορεί, αρχικά, να πίστευα πως ήταν η χειρότερη ημέρα της ζωής μου, όμως ,εν τέλει, όλα ανατράπηκαν. Πολλές φορές, βλέπεις, βιώνουμε καταστάσεις δυσάρεστες και συνάμα πρωτόγνωρες για εμάς, δίχως να είμαστε ψυχολογικά έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουμε με σύνεση. Θεωρούμε, εσφαλμένα, πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Αυτό, ωστόσο, δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Πάντοτε υπάρχουν ελπίδες και περιθώρια καλυτέρευσης μιας κατάστασης. Στο συγκεκριμένο συμπέρασμα κατέληξα έπειτα από μια προσωπική μου εμπειρία. Μια εμπειρία, μέσω της οποίας θα αντλώ αιωνίως δύναμη και θα εμψυχώνομαι.
Όλοι μας έχουμε αυτό το ένα, ξεχωριστό άτομο στη ζωή μας. Έναν άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται δίπλα μας σε κάθε δυσμενή κατάσταση. Ένα άτομο, το οποίο γίνεται γέφυρα, για να περάσουμε και να φτάσουμε ως τα πέρατα του κόσμου. Για ‘μένα αυτό το πρόσωπο είναι η γιαγιά μου. Μια γυναίκα με ήθος, αξίες, αυτοπεποίθηση, απαράμιλλο θάρρος και πυγμή. Από τότε που έχασα τους γονείς μου, δεν με άφησε στιγμή μόνη. Πάντοτε έβρισκε αφορμές να με κάνει να γελάσω, με πήγαινε στο παλαιό λιμανάκι του χωριού, όπου μου έλεγε ιστορίες απ’ τα εφηβικά της χρόνια τη στιγμή που στον ουρανό έβγαινε ο αποσπερίτης και το χρώμα της θάλασσας γινόταν μπλάβο κι άλλοτε, ξενυχτούσε μαζί μου, για να ακούσει τα προβλήματά μου. Την αγαπούσα με όλο μου το είναι, ακόμα κι αν κάποιες φορές έδειχνα αδιαφορία για αυτήν, όπως έλεγε, επειδή δεν της τηλεφωνούσα και δεν την επισκεπτόμουν.
Μια ημέρα αποφασίσαμε να πάμε και πάλι στο ακρογιάλι, όπου ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων και παρατηρώντας από μακριά τα εκτυφλωτικά φώτα της πόλης μού ανακοίνωσε κάτι αδιανόητο. Τα γαλάζια διαμαντένια μάτια της είχαν πάρει ένα κατακόκκινο χρώμα και τα δάκρυά της έμοιαζαν με τη λάβα των ηφαιστείων, τη στιγμή που μου γνωστοποίησε το γεγονός της μετάστασης του κακοήθους όγκου που είχε στον εγκέφαλο. Όλα, τότε, μαύρισαν γύρω μου. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ήξερα βαθιά μέσα μου πως ο θάνατος την παραμόνευε σε κάθε περίπτωση. Τα δάκρυά μου άρχισαν να πέφτουν ένα-ένα στην άμμο και τα ρούχα μου έγιναν μούσκεμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Τότε, την αγκάλιασα και αναφώνησα σπαραχτικά: «Ό,τι κι αν συμβεί, εγώ θα σ’ αγαπάω για πάντα μαχήτριά μου».
Οι ημέρες που ακολούθησαν ήταν οδυνηρές. Η ζωή μου είχε εκμηδενιστεί και πλέον δεν είχα κανέναν στο πλάι μου. Ένιωθα καταβεβλημένη. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν η παρατήρηση των άστρων και του ουρανού το βραδάκι στο ακρογιάλι. Έτσι λοιπόν, πήρα μια λεπτή ζακέτα και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Κάθισα στη χρυσή αμμουδιά και περίμενα να εμφανιστεί στον ουρανό ο αποσπερίτης, στον οποίο και εναπέθεσα τις μηδαμινές ελπίδες μου, που χανόταν η μια μετά την άλλη. Έπειτα, μπήκα με σφοδρότητα μέσα στη θάλασσα κι ενώ ήμουν έτοιμη να αφήσω την τελευταία μου πνοή μέσα σ’ αυτή, άκουσα τη φωνή της. Ναι, την άκουσα να με φωνάζει από μακριά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Απόρησα… Έτρεξα προς τα έξω κι αυτή μου έδειξε την ακτινογραφία της. Ανατρίχιασα… Όσο απίστευτο κι αν σου φαίνεται, στο λευκό αυτό χαρτί δεν υπήρχε κανένα σκούρο μαύρο χρώμα. Τη στιγμή εκείνη είδα τον αποσπερίτη να μου χαμογελά και να χάνεται σιγά-σιγά. Ήξερα…