«Τέτοιο χαλασμό έχω να δω απ’ το 93’» ψιθύρισε ακουμπώντας βαριά την παλάμη στο τζάμι. Κάτω απ’ τον μολυβί ουρανό, το λιμάνι είχε κιόλας ξυπνήσει. Ούρλιαξαν οι πρώτες βαπορίσιες σειρήνες, βούιζε το κοπάδι των λιμενεργατών και τα πρώτα εμποροκιβώτια, με στριγκιά φωνή, στην αποβάθρα στοιβάχτηκαν.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και κοίταζε, κοίταζε τη θάλασσα που μούγκριζε και χυμούσε στα βράχια, στις βάρκες, στην αμμουδιά˙ κι όλο, τα μεγάλα μελένια μάτια του έλαμπαν, πέρα δώθε πήγαιναν˙ φούσκωναν απ’ τις θύμησες και ‘κείνα τα ονείρατα που βγήκαν κάλπικα. Είναι νύχτες σαν και τούτη που η μνήμη ανασταίνει όλους και όλα. Ξαναπρόβαλαν το ηλιοκαμένο μούτρο του συμμαθητή του Μηνά, το πρησμένο, πονεμένο και περήφανο ολόκληρο το πρόσωπο του δασκάλου, που τον μάλωνε για την περισπωμένη και τη δασεία και τα γαλήνια μάτια της αδελφής του, στη στερνή της ανάσα. Τρόμαξε με την τόση στωικότητα που φώλιαζε στη καρδιά. Αυτήν που αντίκρυσε στη ματιά της Μαρίας, μετά το χαστούκι ‘κείνης της νυχτιάς. Τελικά δεν είχε χαλάσει το μέσα του τέρας. Πάσχισε και πασχίζει ακόμα σαν άλλος Οιδίποδας να λύσει το αίνιγμα. Το ξέρει πως για να ψωμώσουν τα στάχυα, να γυαλίσουν τα σταφύλια, για να βγεις στα ουράνια θέλει αγώνα, περπατησιά πάνω στ’ αγκάθια και δυο χέρια που γνωρίζουν μονάχα την προσφορά.
Αυτό το ‘μαθε με την τελευταία του σύντροφο και παιδιών του μάνα. Αυτή του σκούπισε και τώρα τον ιδρώτα˙ και ένιωσε μια θέρμη να χύνεται στου αρμούς, στα σωθικά, μια θέρμη πιο δυνατή και απ’ του ήλιου που ξαναγεννιόταν.






