Έκλεισε την πόρτα του ιατρείου και το ‘βαλε στα πόδια. Δύο, δύο κατεβαίνει τα σκαλοπάτια. Παραβγαίνει με τον πανικό της σε ταχύτητα. 3ος όροφος, 2ος όροφος, 1ος όροφος, ισόγειο. Ουφ! Φτου, ξελευτερία! Μόλις πατά στον δρόμο ένα κύμα σκόνης τη χαστουκίζει και την κολλά στον τοίχο της πολυκατοικίας. Το μυαλό της έχει μουδιάσει. Τα μάτια της τσούζουν κι ο λαιμός της καίει.
Δεν μπορεί, σκέφτεται. Κάποιος της κάνει πλάκα.
Η αντάρα μέσα της μεταμφιέστηκε σε θεομηνία και ξαμολήθηκε στους δρόμους;
Οι σκέψεις κλωθογυρίζουν στο κεφάλι της. Ανακατεύονται με δάκρυα και πετούν στο σταυροδρόμι μαζί με τις σοκοφρέτες και τις εφημερίδες του περιπτερά που τρέχει ξοπίσω τους να τις προλάβει. Οι θαμώνες στο καφενεδάκι της γωνίας μαζεύουν τα ποτήρια τους κι αναζητούν καταφύγιο πίσω από τις τζαμαρίες του μαγαζιού. Ένα τραπεζάκι και δύο καρέκλες αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας σηκώνονται μισό μέτρο απ’ το πεζοδρόμιο και παίρνουν τον κατήφορο.
Μέρα μεσημέρι κι ο ουρανός αλλάζει χρώματα. Σύννεφα πλακώνουν, σκεπάζουν τον ήλιο και μαυρίζουν τον τόπο. Η κυρία του τρίτου ορόφου στην απέναντι πολυκατοικία σταυροκοπιέται και μαζεύει τα πανιά της τέντας που φουσκώνουν σαν ιστιοφόρο. Πρέπει να ξεκολλήσει απ’ τον τοίχο και να βρει το αυτοκίνητό της.
Μα πού, στο διάολο, έχει παρκάρει;
Οι μπούκλες της, όμοιες με φίδια, ξεχύνονται απ’ την κουκούλα του μπουφάν. Δαγκώνει τα χείλη της με πείσμα και τα ματώνει. Εντοπίζει το φιατάκι της έξω απ’ ένα χαμόσπιτο με μία ταμπέλα που γράφει «Προς κατεδάφιση». Τα κεραμίδια ξεκολλούν απ’ τη στέγη και προσγειώνονται θρύψαλα στα πόδια της.
Μήπως της κάνουν τη χάρη και τη γλιτώσουν από τα σούρτα φέρτα στα νοσοκομεία; αναρωτιέται χαμογελώντας.
Λερώνουν τις γόβες της και την πηγαίνουν στα παλιά. Τότε που οι πίστες γέμιζαν λουλούδια και σπασμένα πιάτα για πάρτη της, οι σαμπάνιες έρρεαν και τα αρσενικά την καταβρόχθιζαν με τα μάτια τους. Δεν έχει παράπονο. Το κορμί της χόρτασε βλέμματα, χάδια και φιλιά. Και τώρα την πρόδωσε.
Έχει ξυλιάσει. Ανάβει το καλοριφέρ του αυτοκινήτου και τρίβει με μανία τις παλάμες της να ζεσταθεί. Ψαχουλεύει τη τσάντα της για το πακέτο και σιγοτραγουδά: «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω…». Έξω απ’ τα τζάμια του αυτοκινήτου η φύση λυσσομανά τη δική της μελωδία σιγοντάροντας το τραγούδι της. Αναφιλητά τραντάζουν τους ώμους της και τη ρίχνουν πάνω στο τιμόνι. Τα κλαδιά της νεραντζιάς γέρνουν, γδέρνουν το παρμπρίζ και διακόπτουν το θρήνο της. Συνέρχεται. Διορθώνει το μακιγιάζ της στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Μια χαρά κρατιέται για την ηλικία της. Μόλις κοπάσει ο χαλασμός θα γυρίσει το κλειδί στη μηχανή και θα ξεκινήσει.
Τίποτα δε θα πει. Σε κανέναν. Θα το ξέρει μόνο αυτή κι ο γιατρός. Θα φύγει όπως ήρθε. Κυρία στη ζωή! Κυρία και στο θάνατο!