Η συνέπεια χαρακτήριζε τη σχέση μας. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα την περίμενα στην κρεβατοκάμαρα. Ανυπομονούσα να ελευθερώσει τα μαλλιά της από την πρόχειρα πιασμένη αλογοουρά και να τα κλείσω στην αγκαλιά μου. Τα έλουζε με σαμπουάν πικραμύγδαλο και στο πρόσωπό της άπλωνε ενυδατική κρέμα με άρωμα βανίλια. Έλιωνα από ηδονή κάτω απ’ το κεφαλάκι της. Μόλις γλιστρούσε σε βαθύ και γαλήνιο ύπνο σαν επιδέξιος εραστής την γέμιζα με χάδια και φιλιά και χανόμουν στην ανάσα της. Απ’ την γαλάζια φλεβίτσα που σαν μετρονόμος πιάνου χτυπούσε ρυθμικά πίσω από τον λοβό του αυτιού της έμπαινα λαθραία στα όνειρά της. Λαθροονειροβατώντας κοιμόμουν μαζί της μέχρι το πρωί.
Μέρες τώρα απλώνει λαδωμένα τα μαλλιά της πάνω μου. Το πρόσωπό της αφυδατωμένο μυρίζει κούραση. Ο ύπνος της ανήσυχος. Συνεχώς στριφογυρνά και με μελανιάζει με τις αγκωνιές της. Οι ημικρανίες έδιωξαν μακριά τα όνειρα και καλωσόρισαν τους εφιάλτες. Δεν γαληνεύει πια με τα χάδια μου αλλά με χάπια που στρογγυλοκάθισαν στο κομοδίνο δίπλα μας και μου βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Η εμπριμέ μαξιλαροθήκη, η πιο φλύαρη απ’ όλες, κάτι πήγε να μου εξηγήσει αλλά με όρους ξενικούς. Δεν κατάλαβα και πολλά. Στο κάτω- κάτω ένα απλό ανατομικό μαξιλάρι ύπνου είμαι. Έχω όμως θυμώσει πολύ, πάρα πολύ!
– Ποιος είναι αυτός ο λοκ ντάουν;
– Ποιος είσαι εσύ, ρε;
– Τι έκανες στο κορίτσι μου;