Σ’ εκείνο το κατάλευκο νυφικό, το τόσο άσπρο σαν το κρίνο, είχε κεντήσει τα όνειρα της. Όνειρα αγνά, όπως τα συναισθήματά της γι’ αυτόν τον άνθρωπο που την είχε κάνει να πιστέψει πως θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής της ευτυχισμένη.
Μια σκηνή, η ίδια σκηνή, κάθε βράδυ σαν ταινία έπαιζε στο μυαλό της. Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει όλα αυτά που την οδηγούσαν τις νύχτες να ζει το ίδιο έργο από την αρχή, δίχως όμως ποτέ να φτάνει στο τέλος. Το υποσυνείδητο ήταν ο μοναδικός της σύμμαχος ο οποίος όλο αυτό τον καιρό προσπαθούσε μέσω των ονείρων να της στείλει μηνύματα. Όμως τα όνειρα της μέρας ήταν αυτά που την παραπλανούσαν περισσότερο. Συνήθισε να ζει μαζί τους, διαστρεβλώνοντας πολλές φορές την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μπερδευόταν με τη φαντασία της με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεχωρίσει πού τελικά κατοικούσε η ίδια.
Εκείνη τη νύχτα του Φθινοπώρου ήταν αποφασισμένη να μην ξυπνήσει παρά μόνο όταν της φανερωνόταν το τέλος. Ήτανε η πρώτη φορά που κοίταξε κατάματα τον δικό της εαυτό και του μίλησε καθησυχάζοντάς τον. Είχε κουραστεί κάθε μέρα να ζει την ίδια εικόνα. Να βλέπει το κορμί της να τρέχει σε έναν ατελείωτο δρόμο που δεν οδηγούσε πουθενά και γύρω της να απλώνεται σκοτάδι. Τα κυπαρίσσια να κρύβουν τον ήλιο και να νιώθει την παγωνιά να τρυπάει την καρδιά της. Αυτήν τη φορά όμως οι χτύποι της καρδιάς της σαν ένα ρολόι που χτυπάει ασταμάτητα σε ήχους αφύπνισης, έγιναν πιο γρήγοροι και τότε ένα-ένα τα κομμάτια του πάγου που κάλυπταν την ψυχή της άρχισαν να πέφτουν στο χώμα. Είχε καταφέρει να δραπετεύσει από ό,τι την πονούσε. Το όνειρό της άρχισε να παίρνει άλλη τροπή. Ένιωθε πια τις ακτίνες του ήλιου να χαϊδεύουν το κορμί της καθώς έτρεχε για να του ξεφύγει.
Διέσχισε όλη αυτήν τη διαδρομή για άλλη μια φορά φτάνοντας στη θάλασσα που τόσο πολύ τη λύτρωνε. Άφησε τα πόδια της να νιώσουν τα φουρτουνιασμένα κύματα κι εκεί ελευθέρωσε όλους τους αναστεναγμούς της για να τους πάρει ο βυθός.
Το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι της είχε δείξει πέντε το πρωί. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ανοιχτό παράθυρο. Έπιασε απαλά την κουρτίνα που χόρευε με τον αέρα και κοιτώντας έξω χαμογέλασε στη θάλασσα που κοιμόταν ακόμα γαλήνια. Ήταν η ώρα να φύγει. Είχε καταφέρει να δει το τέλος του ονείρου της μα και την αρχή ενός νέου δρόμου που της είχε φανερωθεί, όταν άφησε το ματωμένο μαχαίρι στην άμμο.