ΓΡΑΦΕΙΝ

Το φάντασμα του παππού

Τον αγαπούσαν όλοι στο καφενείο τον κυρ Μανωλιό. Πατημένα τα ογδόντα από χρόνια, έδινε το παρών κάθε μέρα κοτσονάτος και καλοξυρισμένος με την εφημερίδα του στο χέρι. Σχολίαζε την επικαιρότητα με το δικό του μοναδικό τρόπο και όλοι του ζητούσαν να διηγηθεί και μία ιστορία από τα παλιά κι εκείνος δεν τους χαλούσε το χατίρι.

«Σήμερα, θα σας εξιστορήσω τι μου έλαχε να πάθω με το φάντασμα του παππού μου. Ήταν λίγο μετά τον εμφύλιο όταν οι γονείς μου αποφάσισαν να αφήσουμε πίσω το νησί μας και να έρθουμε στον Πειραιά για μία καλύτερη τύχη. Παιδάκι δέκα χρονών ήμουνα κι ο αδελφός μου στα δεκατέσσερα. Ο πατέρας μου χτίστης στο επάγγελμα είχε αγοράσει ένα οικόπεδο μισοτιμής, πριν τον πόλεμο εδώ στη γειτονιά και μας βγήκε σε καλό. Μέναμε σε κάποιους συγγενείς τον πρώτο καιρό αλλά πώς να μας χωρέσει οχτώ νοματαίους ένα μικρό σπίτι όσο φιλόξενο και αν ήταν. Δύσκολα χρόνια.

Η μάνα μου ντρεπόταν που γινόμασταν βάρος και δεν είχε το δικό της νοικοκυριό να διαφεντεύει. Γι’ αυτό βαλθήκαμε και οι τέσσερις να δουλεύουμε ολημερίς για να μαζέψουμε γρήγορα  παράδες να στήσουμε μία πρόχειρη κάμαρη έστω για αρχή. Οι γονείς μου έπιασαν δουλειά εργάτες σε χωράφια. Ο κυρ Γιώργης ο μανάβης που είχε το μαγαζί του εδώ παρακάτω ζητούσε ένα παραγιό να τον βοηθάει. Ο θείος μου που τον ήξερε του εξήγησε πως είχε η κατάστασή μας και μόλις με είδε με τα μπαλωμένα ρούχα αλλά και τη σπιρτάδα στο βλέμμα, συμφώνησε.

Έπιασα δουλειά για τρεις δεκάρες την ημέρα και πουρμπουάρ τα χόρτα της εβδομάδας που περίσσευαν. Πολύ χάρηκα έστω και για αυτό το πενιχρό μεροκάματο. Θησαυρός μου φαίνονταν αυτές οι δεκάρες. Δε δείλιαζα στην κούραση, στα χωράφια μεγάλωσα και ένιωθα πολύ περήφανος που κατέθετα και εγώ στην οικογένεια το μερτικό μου. Κάθε που με πλήρωνε το αφεντικό μου νόμιζα πως ψήλωνα και από έναν πόντο. Λίγες μέρες αφού ξεκίνησα, ο μανάβης, έμπορος από τα γεννοφάσκια του, πονηρός και αετομάτης σκαρφίστηκε ένα κόλπο για να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη μου. Έριξε στα κρυφά ένα δεκάρικο σαν δόλωμα στο πάτωμα για να δει πώς θα αντιδράσω. Μεγάλη αξία είχε τότε το δεκάρικο.

Λίγο πριν κλείσουμε το μαγαζί, αργά το απόγευμα και αφού τοποθέτησα τα καφάσια με τα λαχανικά στο ψυγείο ξεκίνησα το σκούπισμα για να το βρουν παστρικό οι πελάτες το επόμενο πρωί. Μόλις είδα το νόμισμα να αστράφτει ανάμεσα στα μαρουλόφυλλα, το πέρασα για τσίγκινο, όταν όμως έσκυψα να το μαζέψω κατάλαβα ότι ήταν αληθινό. Με τόσα λεφτά θα αγόραζα γλυκά για τους δικούς μου κι ακόμα θα μου ‘φτανε να αγοράσω τους βόλους που έβλεπα στη βιτρίνα γυρνώντας σπίτι και τους λαχταρούσα. Κοίταξα το παντελόνι μου το τρύπιο, θυμήθηκα τον αδελφό μου που δεν είχε τετράδιο για το σχολείο. Με μια κίνηση θα το γλιστρούσα αθόρυβα στην τσέπη μου κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Κι όσο σκεφτόμουν τι να κάμω, τόσο το δεκάρικο άρχιζε να στριφογυρίζει μέσα στη χούφτα μου και να μεγαλώνει, να παίρνει σάρκα και οστά και να διαβαίνει την πόρτα του μανάβικου με τη μορφή του παππού μου του συγχωρεμένου. Τον είδα ολοζώντανο με σηκωμένη την μαγκούρα του, όπως τότε στο νησί που κυνηγούσα τις κότες και τα πουλερικά και μου φώναζε να μην τα τρομάζω, γιατί τα αγαπούσε πολύ. Έτσι και τώρα με φοβέριζε:

-«Ίντα κάμεις εκεί ορέ Μανωλιό», άκουσα τη φωνή του καθαρή, βροντερή να με μαλώνει.

Άφησα το δεκάρικο να γλιστρήσει από το χέρι μου, το σήκωσα γρήγορα και το άφησα στον πάγκο.

-«Ίντα θάρρεψες ότι κάμω μωρέ παππού; Εδώ μαζεύω τα πεσμένα», είπα δυνατά. Γέλασε ο κυρ Γιώργης και τι να κάνω γέλασα κι εγώ σαστισμένος.

-«Αλήθεια τον είδες τον παππού σου, κυρ Μανώλη;» ρώτησαν οι παραβρισκόμενοι διασκεδάζοντας με την αφήγησή του.

-«Μωρέ τον είδα δεν τον είδα, πάντως δεν τόλμησα να ξανακάνω ζαβολιά ποτές μου από τότες και όλο είχα το νου μου να του ανάβω κι ένα κεράκι για καλό και για κακό, για να μη βρικολακιάσει ξανά κι έρθει με την κατσούνα του να με φοβερίξει.

Και κατάλαβα πως όλοι έχουμε μέσα μας ένα Θεό και ένα διάβολο που μας κατευθύνει, που μας εμποδίζει. Ένα Χερουβείμ και ένα δαίμονα που μας οδηγά καταπάνω στα δύο μονοπάτια, το ένα του καλού και το άλλο του κακού, του δίκαιου και του άδικου, του σωστού και του λάθους. Αυτό εστάθηκε στη ζωή μου όλη το φάντασμα του παππού μου, ο καλός ο δείκτης που μου έδειχνε με τις αγριοφωνάρες του ποιο δρόμο έπρεπε να πάρω».

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.8 / 5. Σύνολο ψήφων: 31

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Χριστίνα Μιχαηλίδου

Η Μιχαηλίδου Χριστίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα προάστιο του Πειραιά. Οι γονείς της από Καρδίτσα και Πόντο. Ένα ετερόκλητο κράμα πολιτισμών με σημαντικές μνήμες. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακό στο ίδιο αντικείμενο. Εργάσθηκε πολλά χρόνια ως καθηγήτρια σε δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ. Επίσης σε τμήματα Λογιστηρίου, Μάρκετινγκ και Ανθρωπίνου Δυναμικού. Από μικρό παιδί αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Η γραφή ήταν πάντα γι' αυτήν ένα θεραπευτικό ταξίδι ψυχής.
Γράφει ποιήματα, διηγήματα και το πρώτο της παραμύθι είναι προς έκδοση. Όνειρό της είναι να καταφέρει μέσα από τα κείμενα της να ταξιδέψουν και άλλοι άνθρωποι μαζί της.

error: www.grafein.gr