ΓΡΑΦΕΙΝ

Tο ημερολόγιο

Τη συνήθεια να κόβω κάθε μέρα το χαρτάκι από το ημερολόγιο με τα στιχάκια και τα γνωμικά την απέκτησα από τη μάνα μου. Εκείνη γυναίκα σ΄ ένα χωριό της Νάξου, αγράμματη, αναζητούσε κάτι να την παρηγορεί που ο πατέρας της  δεν την έστειλε σχολείο. Ακόμη κι όταν ο δάσκαλος χτύπησε ένα βράδυ την πόρτα, τον έδιωξε κακήν κακώς που΄θελε να αρπάξει τη Λένα του απ’ το σπίτι: «Για ξάεινε μωρέ, που θωρούν κάποιοι, να μας κάνουν όλους επά  γραμματιζούμενους!»  Η κόρη του δε θα μάθαινε γράμματα, θα μάθαινε πράματα, αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του.

Η μάνα μου τελικά δεν έμαθε ούτε γράμματα ούτε πράματα. Μια ασθένεια της εποχής την άφησε μ΄ένα πόδι σχεδόν ξερό, να το σέρνει, κι αυτό να την τραβά πίσω, να την καθηλώνει. Τι κρίμα που δεν ήξερε να διαβάζει- τουλάχιστον θα έτρεχε ανάμεσα στα γράμματα.

Τα στιχάκια απ’ το ημερολόγιο καμωνόταν πως τα διάβαζε. Κάθε μέρα περνούσε από τον φούρνο και μαζί με το ψωμί τής διάβαζε το κομμένο χαρτάκι ο Αρτέμης, ο γιος του φούρναρη, που πήγαινε στο δημοτικό. Τον έβαζε να της το διαβάζει τρεις και τέσσερις φορές. Έκανε τάχα πως δεν τον άκουγε καλά. Κι έπειτα το έλεγε σαν τραγουδάκι γυρνώντας στο σπίτι, σε όλη τη διαδρομή. Σίγουρα κάποιοι περαστικοί  θα τη συμπονούσαν έτσι να σέρνει το πόδι και να σιγοτραγουδά. Όταν όμως η ψυχή βαλαντώνει, δε δίνει σημασία σε τίποτα. Μόνο στο γιατρικό της. Έτσι συνέχιζε να απαγγέλλει με ρυθμό, με χρώμα και φωνή πάνω από το φαγητό, στα ζωντανά της, στις ντοματούλες από το περιβόλι για τη σαλάτα κι όταν μαζευόταν η οικογένεια για φαγητό, με σοβαρότητα και αγωνία- να το πει φυσικά λες κι εμείς δεν ξέραμε πως δεν μπορούσε να διαβάσει. Κάπως έτσι καθιερώθηκε η ανάγνωση του ημερολογίου που μαζί με τον σταυρό που κάναμε πριν καταβροχθίσουμε την πρώτη μπουκιά, μας έδεσε σαν οικογένεια και έμαθε σε μένα και την αδερφό μου πως αυτά τα χαρτάκια ήταν για τη μάνα μας βαρκούλες με πανί που την ταξίδευαν στο όνειρο.

Ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, το κατάλαβα από το ημερολόγιο. Παλικαράκι  κοντά στα δεκαέξι έτοιμος να ανοίξω τα φτερά μου. Εγώ θα έμπαινα σε βάρκα πραγματική, σε πλοίο για τον Πειραιά να σπουδάσω. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Για μέρες το χαρτάκι έδειχνε 3 Μαρτίου. Και στις 10 και στις 15 του μήνα το ίδιο. Νόμισα πως η μάνα είχε δουλειές πολλές. Τον Μάρτη πάντα ο καιρός λογίζεται ανοιξιάτικος και υπάρχει ανάγκη για κλαδέματα και σκαλίσματα. Το΄λεγε κι ένα χαρτάκι της μάνας: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνον τον ζευγά που ΄χει πολλά σπαρμένα.

Από εκείνο τον Μάρτη η μάνα άρχισε να ξεμακραίνει. Μηχανικά μόνο πλησίαζε το ημερολόγιο και το κοιτούσε. Εγώ της έκοβα τα χαρτάκια και της τα διάβαζα και μετά της τα έβαζα στις χούφτες κρατώντας τα χέρια της σφιχτά μη μου ξεμακρύνουν κι αυτά. Κάποια  μάλλον θα είχε ξεχάσει στις τσέπες του πρόχειρου φουστανιού της  και ανακαλύπτοντάς τα τα κοιτούσε με πόνο ή έτσι μου φαινόταν. Η μάνα αλαφροπάτητη έφυγε σε ένα χρόνο. Εγώ δεν ξαναγύρισα στο νησί. Πήρα μόνο μαζί μου εκείνο το ημερολόγιο να δείχνει 3 Μαρτίου. Κόβοντας το χαρτάκι σημαδιακά διάβασα: «Νιώθω πως έχει χαθεί, κι όμως δεν ξέρω πότε έφυγε. Γουίλιαμ Σαίξπηρ».

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 7

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Σοφία Βασιλειάδου

error: www.grafein.gr