Εκείνο το απόγευμα είχα άσχημη αίσθηση: Το ωραίο μου, καινούριο σετ μπλούζα – φούστα, ριγέ λευκό και τυρκουάζ, κολλούσε επάνω μου από τη ζέστη και την υγρασία. Ξαπλωμένη πάνω στο καναπεδάκι του ενοικιαζόμενου σπιτιού που ξεκαλοκαιριάζαμε, κρύωνα, πονούσα στο λαιμό και ανέβαζα δέκατα. Όλοι οι υπόλοιποι μόλις είχαν φύγει, πηγαίνοντας τη βόλτα τους, κι είχαν αφήσει εμένα, που σε λίγες μέρες έκλεινα τα δέκα μου χρόνια, μόνη. Είχα αποδεχτεί τη μοίρα μου: Δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω.
Σίγουρα θα ήταν και οι γείτονες με τα παιδιά τους. Ποιος ξέρει, θα πήγαιναν για παγωτό; Τώρα οπωσδήποτε θα έπαιζαν, μέχρι να ετοιμαστούν οι μαμάδες. Αποφάσισα ότι θα έμενα εδώ, να με βρουν όπως με άφησαν, για να νιώσουν τύψεις. Με αυτές τις σκέψεις περί άδικης ζωής, και ίσως από τον πυρετό που ψήλωνε, θα πρέπει να αποκοιμήθηκα λίγο. Ξαφνικά είδα την πόρτα, που ήταν ακριβώς απέναντί μου, να ανοίγει. Ήλιος γλυκός, απογευματινός μπήκε πολύς από το άνοιγμα. Μαζί του μπήκε επίσης μια γλυκιά γιαγιά, με καθησυχαστικό χαμόγελο. Αν δεν ήμουν άρρωστη, θα ορκιζόμουν πως ήταν η γιαγιά Μαρία, μητέρα της κυρίας Ευσταθίας, της φίλης μας. Προτού προλάβω να καταλάβω καλά καλά, με πλησίασε, μού άνοιξε το στόμα και έβαλε στο λαιμό μου ένα ζεστό κουτάλι με μέλι. Ένιωσα απορία και κάποια δυσφορία. Η γιαγιά Μαρία έφυγε αμέσως σαν φωτεινός άγγελος, όπως ακριβώς ήρθε.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, αλλά όταν άνοιξα πάλι τα μάτια μου είχε πολύ φως ακόμη. Η μαμά μου ήταν εκεί, και με ρωτούσε πώς νιώθω. Της είπα ότι ήμουν πολύ καλά και ότι ήθελα να φάω παγωτό, γιατί δεν πόναγα καθόλου στο λαιμό και ούτε κρύωνα. Μου έβαλε θερμόμετρο και δεν είχα τίποτα. Φύγαμε μαζί και πήγα κι εγώ βόλτα με τους υπόλοιπους. Πέρασα υπέροχα. Δεν θυμάμαι αν όντως έφαγα παγωτό. Τόσα χρόνια μετά, αυτά που θυμάμαι είναι το κουτάλι με το μέλι, και το χαμόγελο της γιαγιάς Μαρίας.