Ο χρόνος μέσα μου είχε παγώσει, τα ρολόγια είχαν σταματήσει και ήταν τόσο έντονο που ένιωθα το χορτάρι στους αγρούς γύρω μου να φυτρώνει σε πραγματικό χρόνο κι ενώ στην πραγματικότητα οδηγούσα, αισθανόμουν ότι ακίνητος παρατηρώ.
Μέσα στο πράσινο λεωφορείο, με τα υπερμεγέθη λευκά Χ στα πλάγια, είχα διανύσει μόλις το πρώτο δίωρο, μιας δεκάωρης βάρδιας και το υπόλοιπο φάνταζε βουνό. Οι βάρδιες στα πράσινα λεωφορεία των προαστίων έχουν συνήθως πολύ μεγάλη διάρκεια και το «πράσινο» δεν αφορά στην οικολογική τους προσέγγιση παρά μόνο στο χρώμα στο οποίο είναι βαμμένα. Έτσι ξεχωρίζουν από τα μπλε αστικά, στις κοινές τους στάσεις και δεν μπερδεύονται «τα τζιμάνια» οι επιβάτες. Όλα προσαρμόζονται δηλαδή με βάση το εκλεκτό και ποιοτικό επιβατικό κοινό. Στις γραμμές αυτές οι οδηγοί καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις και έτσι εξυπηρετούνται οι κάτοικοι των απομακρυσμένων περιοχών, αποκτώντας πρόσβαση σε τρένα επίγεια και υπόγεια αλλά και σε άλλες ανταποκρίσεις με λεωφορεία της πόλης.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, στο Aschheim Mitte και προσεγγίζοντας τα νέα υπερυψωμένα πεζοδρόμια, διέκρινα εν το μέσω του «συρφετού» των επιβατών, δύο ανθρώπινες φιγούρες να ξεχωρίζουν. Έναν ψηλό κύριο παρέα με μια όμορφη και κατά πολύ νεότερή του, κοπέλα. Εκείνος στεκόταν υγιής και όρθιος, ενώ εκείνη σε τροχήλατο αμαξίδιο. Τοποθέτησα το λεωφορείο σωστά όπως προβλέπεται και το έγειρα στα δεξιά για να γίνει ευκολότερη η πρόσβαση. Ντρέπομαι για τον εαυτό μου αλλά ήμουν σε κακή διάθεση και κρυφά ψιλο-μουρμούρισα «όχι πάλι, βαριέμαι». ‘Έδεσα χειρόφρενο, άνοιξα το πορτάκι της θέσης του οδηγού και κατέβηκα από την μπροστινή πόρτα στο πεζοδρόμιο για να τραβήξω την ράμπα.
Ο κύριος όμως αυτός είχε ήδη ανεβάσει την κοπέλα στο λεωφορείο και μου έγνεψε «όλα καλά, σε ευχαριστούμε». Για δευτερόλεπτα έμεινα ακίνητος μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο που δεν κατάλαβα πως προέκυψε κι επέστρεψα στην θέση μου, αισθανόμενος μια έντονη αλλαγή στην διάθεσή μου. Ένα ξύπνημα, μια ξαφνική ευφορία. Είχε μια ηρεμία αυτός ο άνθρωπος, μια αύρα ευγενική, ήταν ψηλός, αδύνατος, με μαλλιά γκρίζα και η κοπέλα, αν και καθηλωμένη στο αναπηρικό αμαξίδιο, είχε πλήρη επαφή με το περιβάλλον και φυσιολογική επικοινωνιακή ικανότητα. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι βρισκόμουν παρατηρητής μιας εκπληκτικής σχέσης Πατέρα – Κόρης. Μιας σχέσης μοναδικής, αξιοζήλευτης.
Μιλούσαν χαμηλόφωνα, γελούσαν, κουβέντιαζαν για τη διαδρομή, αντάλλασσαν απόψεις, έδειχναν πράγματα έξω ο ένας στον άλλον, με πολύ όμορφο τρόπο, κι εκείνος τη φρόντιζε κι εκείνη έδειχνε να τον αγαπά πολύ. Του έκρυψε «στα κλεφτά», από όσο είδα, το κινητό του τηλέφωνο και όταν εκείνος το συνειδητοποίησε και άρχισε αγχωμένος να ψάχνει, εκείνη προδόθηκε από τα γέλια της και εκείνος τη γαργαλούσε, προσπαθώντας δήθεν να το πάρει πίσω. Είχαν ένα πολύ όμορφο δέσιμο, ένα δέσιμο ανθρώπινο που δεν συναντά κανείς εύκολα στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Οι συμπεριφορές εδώ είναι περισσότερο διεκπεραιωτικές, συνήθως αποστειρωμένες. Εκείνοι όμως είχαν μια σχέση που έμοιαζε βαθιά, γαλήνια, πολιτισμένη. Όταν φτάσαμε στη στάση που ήθελαν να κατεβούν και μπορώ να γνωρίζω πότε επιθυμούν να κατεβούν από το ειδικό πλήκτρο στάσης που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις επιβατών με κινητικά προβλήματα, τοποθέτησα ξανά το λεωφορείο στη σωστή θέση με τον σωστό τρόπο, το έγειρα και άνοιξα τις πόρτες. Γνώριζα εκ των προτέρων ότι η κοπέλα θα κατάφερνε να αποβιβαστεί μόνη της ή έστω με μια μικρή βοήθεια από τον πατέρα της. Έτσι ανασηκώθηκα απλά από το κάθισμα μου για να δω τι ακριβώς θα συμβεί και πράγματι αργά και προσεκτικά η κοπέλα πέρασε από το λεωφορείο στο υπερυψωμένο πεζοδρόμιο με τον πατέρα της να την ακολουθεί, χωρίς όμως να χρειαστεί να τη βοηθήσει. Συνέχισαν όμορφα να κουβεντιάζουν χαλαρά γελώντας, ο ένας με «τα πειράγματα» του άλλου, ενώ ταυτόχρονα μου έγνεφαν «ευχαριστούμε! Αντίο!» περνώντας πλάι από την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου.
Τους αποχαιρέτισα κι εγώ με ένα χαμόγελο αληθινό κι ένα σκύψιμο ελαφρύ του κεφαλιού και έτσι ήσυχα απομακρύνθηκαν στον υπαίθριο σταθμό του μετρό στο Garching.
Μέσα στον «οχετό» της ρουτίνας μου η δική τους «καλύτερη προσέγγιση» στη ζωή ήταν ένα μήνυμα δυνατό που πυροδότησε μέσα μου μια έκρηξη συναισθημάτων. Μια εμπειρία ξεχωριστή για το πώς η αγάπη, «η ανθρώπινη πλευρά» και το ενδιαφέρον, μπορούν να φέρουν γαλήνη και ποιότητα στη ζωή. Ποιότητα που Πατέρας και Κόρη είχαν κατακτήσει και από την οποία αισθάνθηκα ότι είχα κι εγώ μεγάλη ανάγκη.
Ήταν μόλις λίγα μέτρα παρακάτω όπου πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου με μάτια βουρκωμένα στην αρχή και έπειτα γεμάτα δάκρυα λυτρωτικά, δυσκολευόμουν να οδηγήσω. Δυσκολευόμουν να δω καθαρά γύρω μου. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μετουσιώσει μία οδυνηρή καθημερινότητα σε κάτι άλλο νέο, ανάλαφρο, ανώδυνο, όμορφο που μάλλον το λένε «αγάπη για τη ζωή». Ίσως την ίδια αγάπη για ζωή που σιγοκαίει μέσα μου και με κρατάει όρθιο τα τελευταία χρόνια μόνο, στα ξένα.
Ώρες αργότερα είχε φτάσει το τέλος της βάρδιας. Επιστρέφοντας στο σπίτι προσπαθούσα να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που έζησα. Ήταν όμως ευκολότερο να το γράψω.
Μοιράστηκα πρόσφατα αυτήν την αληθινή ιστορία με κάποιους φίλους και αποφάσισα να τη μοιραστώ και μαζί σας.