Κι έχω μέρες να γράψω, μέρες να σου πω τα παράπονά μου. Ήρθα να ποτίσω την όμορφη γαρδένια δίπλα από την φωτογραφία σου. Γιατί δεν απαντάς; Δεν έβρεξε και καθόλου γαμώτο, κουφόβραση επικρατεί. Αν δεν ξεσκονίσω εγώ το μάρμαρο και την φωτογραφία σου… Κοντεύουν να σε φάνε οι αράχνες, ρε Μαρία. Ξεκίνησα δουλειά σε μια καφετέρια. Καλά ρε Μαρία τα καρβουνάκια πού τα έβαλα; Πάλι δεν μιλάς;…Ας πάρω και το κρασί να πιω λίγο, αφού ο παπάς δεν θα μας κάνει την τιμή σήμερα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, Μαρία. Όπως και η ευγένεια. Τώρα πλέον το καταλαβαίνω. Το να είσαι ευγενικός μέσα στη μέρα σου δίχως να προσβάλλεις θέλει ανθρωπιά. Θέλει κότσια, ρε Μαρία, να απαντάς με χαμόγελο στον κάθε γελοίο. Θες μια γουλιά; Θα σου ρίξω μία κάτω, αφού ξέρω πως θέλεις. Κι αυτή η σιωπή σου… Γαμώτο! Ήρθε ο παππάς, Μαράκι. Μια φορά να έρθει στην ώρα του να κάνει την δουλειά του σωστά δεν μπορεί. Άι σιχτίρ. Να τσεπώνει το εικοσάρικο όμως…Μαράκι μου εγώ σε αφήνω με τον παππά, το εικοσάρικο θα το αφήσω στο εκκλησάκι. Θα περάσω το ψυχοσάββατο που έχω ρεπό.






