Σαν ξόρκισες τις οπτασίες σου
αυτές που τα σωθικά σου έτρωγαν
σαν κατακρεούργησες τις οφθαλμαπάτες σου
αυτές που τη σκέψη σου ρουφούσαν αδηφάγα
έβαλες τα χέρια στις τσέπες
και κατέβηκες στους δρόμους που άχνιζαν
κατέβηκες να παίξεις βόλους με τα παιδιά
που μήτε αγκάλη έσφιξαν μήτε θεό απάντησαν
Κατέβηκες σε δρόμους που άχνιζαν
αλλά είχε νυχτώσει. Είχε βρέξει
νερό και σκόνη επούλωσης πληγών
είχε βρέξει αλάτι και θειάφι
που η μυρωδιά του σαν κλούβιο αυγό
τρύπωνε από τις χαραμάδες της πόλης.
Κανείς δεν ήταν εκεί για να παίξεις
γκαζιές που έκρυβες στις τσέπες
του αγοριού με τα κοντά παντελονάκια
αλλά δεν σε ένοιαξε.
Περπάτησες λες και δεν άγγιζες τη γη
όπως κάποιος που αναλήφθηκε στους ουρανούς
και κατήλθε για να συναντήσει την δικιά του
βραδινή ανεμοζάλη.
Στη γωνία του δρόμου σε ρούφηξαν
ηδονικά δύο τεράστια κόκκινα χείλη
έτοιμος πια να διασπαστείς σε
δισεκατομμύρια στοιχειώδη σωματίδια
όμοια με κοσμικούς βόλους
που θα σκύψεις να γεμίσεις τις χούφτες σου
και μετά να τους χώσεις στις τσέπες
ενός κοντού παντελονιού
ώσπου να ακούσεις τα τεράστια εκείνα κόκκινα χείλη
που σε κατάπιαν να παρακαλούν προστακτικά
να σβήσεις το λύχνο του Αλλαδίνου
και να πλαγιάσετε στο σκοτάδι.
Βραδινή ανεμοζάλη κι ακόμη δεν ξέρεις
αν έχεις βγει από την κοιλιά του κήτους
ή αν τελικά θα ζεις εκεί φυλακισμένος
έτοιμος να σε ξεσκίσουν πάλι οι οπτασίες σου. Οι Ερινύες σου.