Περπατάς σε πεζοδρόμια γνώριμα
με κλειστά μάτια.
Απέφυγες τα σπασμένα πλακόστρωτα με επιδέξιες κινήσεις.
Ούτε καν τα χέρια δε χρειάζεται να απλώσεις.
Ούτε τα βήματα να μετρήσεις.
Του οικείου αέρα τη γεύση στα ρουθούνια νιώθεις και
κλείνεις την πόρτα αθόρυβα.
Άφησες στον κήπο την Άνοιξη που λαχταρούσε να γνωρίσεις,
τις ευωδιές από το γιασεμί που ανθοβολούσε.
Μέσα από το γυάλινο τοπίο σου αναρωτιέσαι για όλα τα ίσως που κλείδωσες πίσω σου
και τα άηχα φωνήεντα που έμοιαζαν πιο παράφωνα,
από τους αδέσποτους σκύλους που αλυχτούσαν στις πλατείες.
Όλα καλά ψιθυρίζεις και γίνεται η ηχώ σου καμπάνα της διπλανής εκκλησίας.
Όλα καλά και γέρνεις τα παραθυρόφυλλα στου ήλιου το πρώτο φως.