Εκεί, στην έξοδο της πόλης
Περίμενε
Κάθε ξημέρωμα
σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
Μυθικό τέρας
μιας άλλης εποχής
Σ’ έναν βράχο απάνω
Εκεί, στο ίδιο σημείο
Tη συνάντησε
Το ερώτημά της αυστηρά αινιγματικό
Έκρυβε μια σοφή απάντηση
Ωστόσο, εκείνος, των Λαβδακιδών απόγονος, τον έλυσε τον γρίφο
Πήρε επάξια το έπαθλο
«Ο Άνθρωπος! Αυτό δεν είναι που ζητάς;»
Τη ρώτησε… Μιαν απάντηση;
Ιδού,
Λύτρωσε την πόλη
Τη λευτέρωσε
Έγινε μέγας βασιλιάς
Ο άνθρωπος!
Αυτός ο μυστήριος μικρός «θεός»
Εξόντωσε το τέρας
Εκείνο που του μοιάζει
Ο άνθρωπος!
Ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Εκείνου
Είδε τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
Θύμωσε
Μαχαίρωσε πισώπλατα τη λάμψη του
Έσπασε τους καθρέφτες
Ο άνθρωπος!
Στεφάνωσε το άδικο με αργυρά νομίσματα
Μ’ αυτά κινεί τα νήματα της οικουμένης
Ο άνθρωπος!
Αιμοσταγής κι ανηλεής
Φυλάκισε το γέλιο
Κλείδωσε την ελπίδα
Μ’ αλόγιστη μανία
τα όνειρα θερίζει
Αλίμονο!
Εσύ, μικρέ θεέ-άνθρωπε;
Αλίμονο!
Αν ρωτηθείς ξανά…