Βρίσκεται στο δωμάτιο του ιδιωτικού θεραπευτηρίου με τον αριθμό 38, τραγική σύμπτωση, όσο και τα χρόνια της. Διάγνωση λευχαιμία. Πέρασε όλα τα στάδια. Της άρνησης. Της θλίψης. Της αποδοχής και τώρα της θεραπείας, της ανέλπιδης; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Γιατροί και νοσοκόμες μπαινόβγαιναν στο δωμάτιό της χωρίς να μιλούν πολύ, εκτελούσαν το καθήκον τους ευλαβικά και με επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Κάθε μέρα την ίδια ώρα, η θερμομέτρηση, ο ορός με το φάρμακο, το ένα χάπι μετά το άλλο, το πρόγευμα, το γεύμα Καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Κοιτούσε τον κήπο. Γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή αυτό το γνώριμο, αγαπημένο τοπίο. Βρήκε τις κερασιές με χλωμά φθινοπωρινά φύλλα, όταν πρωτοήρθε. Τα μετρούσε ένα προς ένα, πώς ζάρωναν κι έπεφταν στου χειμώνα τα βήματα και μέρες τώρα λαχταρούσε στο πρασίνισμά τους, τα σκιρτήματα της άνοιξης. Τα άνθη στις κερασιές θα στόλιζαν τον κήπο και οι πεταλούδες με τα πολύχρωμα φτερά τους θα συμπλήρωναν τον ελπιδοφόρο ερχομό. Είχε μάθει να αναζητά στα σημάδια της φύσης, τα σημάδια της αρρώστιας της.
Τις τελευταίες ημέρες, όμως, ένιωθε πως κάτι έχει αλλάξει. Οι γιατροί πηγαινοέρχονταν πιο ανήσυχοι και οι νοσοκόμες της έπιαναν την κουβέντα δήθεν ανέμελα. Λαχταρούσε να δει τα χνάρια στον κήπο για να καταλάβει, αλλά η άνοιξη φαίνεται πως αργούσε. Κουράστηκε να περιμένει. Ακούμπησε το χέρι της στο περβάζι του παραθύρου. Χαμήλωσε το βλέμμα της. Ένιωσε το σφίξιμο στο μέρος της καρδιάς της μετά από τόσον καιρό να αλαφρώνει. Είδε το σώμα της, βαρύ και άσχημο από τα τρυπήματα να γιάνει. Τα μαλλιά της με καστανές μπούκλες στόλιζαν και πάλι το πρόσωπό της. Και ναι, δεν την ξεγελούσαν τα μάτια της, ζωηρές πεταλούδες πετούσαν προς το μέρος της. Ήρθαν και στάθηκαν στην παλάμη της και τότε είδε τα ασπρόμαυρα φτερά τους. Κατάλαβε. Ήταν το τέλος της Άνοιξης.