Περπατούσε ώρες μέσα στο χειμωνιάτικο δάσος κι όσο βάδιζε, τα μικρά του πόδια έβγαζαν φλόγες στο κάτω μέρος, όπου πατούσαν, έτσι γυμνά και απροστάτευτα πάνω στο κρύο χιόνι.
Μα πού στο καλό βρίσκεται αυτό το σπιτάκι; Αναρωτιόταν, ενώ το μικρό έλατο που κουβαλούσε, βάραινε στις λεπτεπίλεπτες πλάτες του μικροκαμωμένου πλάσματος κάθε μέτρο που κέρδιζε όλο και πιο πολύ… τα ελαφριά φτερά, κόντευαν να τσακίσουν από το βάρος του δέντρου και τη παγωνιά, ενώ το φανάρι που του είχε δώσει ένα από τα ξωτικά του Άη-Βασίλη, όλο και λιγόστευε το φως του… σε λίγο θα έσβηνε εντελώς.
Έκανε ακόμα μερικά άτσαλα βήματα παραπατώντας μέσα στο παγωμένο τοπίο και σταμάτησε. Αδύνατο να προχωρήσω άλλο, σκέφτηκε… έχω χάσει τον προσανατολισμό μου. Ούτε βλέπω πουθενά διέξοδο από το δάσος αυτό, ούτε το μονοπάτι που πήρα το πρωί βρίσκω και το κρύο είναι αφόρητο. Και το άρρωστο παιδί θα ΄χει ψηθεί στον πυρετό όλη μέρα περιμένοντας εμένα να το περιθάλψω. Σ’ αγαπάω Άγιε μου Βασίλη, μα ώρες ώρες μου βάζεις πολύ δύσκολες αποστολές, να το ξέρεις, μονολογούσε, ενώ ταυτόχρονα κοίταγε φοβισμένα γύρω του. Έβλεπε πως το σκοτάδι έπεφτε βαρύ πάνω από το μεγάλο δάσος και σε λίγο ούτε το φανάρι θα τον βοηθούσε να βρει το δρόμο του μέσα στα πυκνά δέντρα.
Ας μείνω σ’ αυτό το σημείο κι ας βρω μια κρυψώνα μέχρι το επόμενο πρωί που θ’ ανατείλει και πάλι ο ήλιος. Μέχρι τότε θα ΄χουν στεγνώσει και τα φτερά μου και θα μπορέσω πιο εύκολα να πετάξω και να βρω το δρόμο για το σπίτι. Σήκωσε ψηλά το κλεφτοφάναρο, αναζητώντας ένα πρόχειρο νυχτερινό καταφύγιο, για να δει πως λίγα μέτρα πιο κάτω, τρία τεράστια μανιτάρια, σχημάτιζαν μια καλή σχετικά κρυψώνα για να περάσει το αφιλόξενο αυτό βράδυ μέσα στο επικίνδυνο δάσος και έκανε να τραβήξει προς τα εκεί. Μα δε πρόλαβε να κάνει ούτε δυο βήματα και σωριάστηκε λιπόθυμο από τη κούραση και όλη την προηγούμενη προσπάθεια, ενώ το μικρό έλατο πετάχτηκε άτσαλα λίγο πιο πέρα κι έμεινε εκεί. Το θολό φανάρι, γλίστρησε από τα χέρια του κι έμεινε σβησμένο πλάι του ενώ το χιόνι που από ώρα έπεφτε πυκνό, δεν άργησε ν’ αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα ένα γύρω και μαζί τον Ραβιήμ.
Το μικρό αγγελούδι που τόσο φιλότιμα, προσπάθησε να φέρει εις πέρας τη φετινή του αποστολή, τώρα κινδύνευε σοβαρά. Εκτός από το κρύο που έκανε τις συνθήκες διαβίωσης αφόρητες εκείνο το βράδυ στο μεγάλο δάσος για όλα τα ζώα αλλά και για τον ίδιο, υπήρχε κίνδυνος να παγώσει και τα φτερά του και να σπάσουν με το παραμικρό κούνημα. Ύστερα, ο καλόκαρδος Ραβιήμ δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να πετάξει όπως το συνηθίζουν όλα τα χερουβείμ.
Μα χωρίς αισθήσεις καθώς βρισκόταν εκείνη τη στιγμή και εκτεθειμένος στα άγρια φυσικά στοιχεία του χειμώνα, δεν ήταν σε θέση πια να προστατεύσει τον εαυτό του και να πάρει αποφάσεις.
Θα έμενε έτσι εκεί, όλο το βράδυ, αν ξαφνικά, δεν εμφανιζόταν από το πουθενά, μέσα από τα πυκνά δέντρα, ένα μικρό καφετί ελαφάκι μαζί μ’ έναν ζωηρό εξίσου μικροσκοπικό λαγό να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα σχεδόν, προσέχοντας μη μπλεχτεί ανάμεσα στα ψηλόλιγνα πόδια του ελαφιού και σκοντάψει.
Τι είναι αυτό Μπράουνη; Ρώτησε το άσπρο κουνέλι και γλιστρώντας γρήγορα ανάμεσα από τα πόδια του ελαφιού, βρέθηκε αμέσως δίπλα στο λιπόθυμο αγγελούδι που είχε αρχίσει το χιόνι που έπεφτε εδώ και ώρα από τον ουρανό να μισοσκεπάζει. Ευτυχώς όχι τόσο δυνατά ώστε να σκεπάσει τελείως τον αναίσθητο άγγελο.
Πιο αργά πλησίασε και ο Μπράουνη, το πιο δημοφιλές ελάφι του δάσους. Κι αφού παραμέρισε με τη μουσούδα του το χιόνι, έμειναν μαζί με τον Γκράμπερ το κουνέλι, να παρατηρούν αποσβολωμένοι το παράξενο εκείνο πλάσμα που κοίτονταν λιποθυμισμένο μπροστά στα μάτια τους.
– Σα μικρό παιδί μοιάζει, παρατήρησε ο Μπράουνη μα… κοίτα τα μικρά χρυσά φτερά φυτρωμένα στις πλάτες του… πως λάμπουν… κοντοστάθηκε για μια στιγμή χαζεύοντας το απόκοσμο πλάσμα κι ύστερα σα να ξύπνησε απότομα, στράφηκε στον Γκράμπερ και σχεδόν του φώναξε.
– Γρήγορα… δε βλέπεις πως έχει ξεπαγιάσει; Να το πάμε κάπου πιο ζεστά… έλα κουνήσου βοήθησέ με, είπε. Να το βάλουμε στη πλάτη μου και μάζεψε και τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του. Άφησε τα κάπου κοντά, μα να είναι προστατευμένα και θα γυρίσουμε να τα πάρουμε.
– Έγινε, απάντησε ο Γκράμπερ, μα πού να το πάμε το μικρό να συνέλθει; Θα τον πάμε στη παρατημένη φωλιά των πελαργών στην άκρη του χωριού και θα φωνάξουμε τον Ευρύνοο, να μας πει τι είναι και να δούμε τι θα κάνουμε.
Έτσι κι έγινε. Σε λίγο το μικρό αγγελούδι βρισκόταν χωμένο στα ζεστά, κάτω από ένα πουπουλένιο στρώμμα από φτερά που ΄χαν αφήσει οι πελαργοί, όταν λίγους μήνες πριν, κατά πως το συνηθίζουν σύμφωνα με τις προαιώνιες ενστικτώδεις συνήθειές τους, εγκατέλειψαν τις καλοκαιρινές τους φωλιές για πιο ζεστά μέρη και λίγο λίγο η θέρμη των φτερών έδωσε πνοή στον εξαντλημένο Ραβιήμ που άρχισε να βρίσκει τις αισθήσεις του.
Ο Γκράμπερ είχε σκαρφαλώσει στα γρήγορα επιδέξια κι είχε ρίξει τη φωλιά χαμηλά από το ψηλό Κυπαρίσσι στο οποίο στεκόταν, κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού, για να μπορέσει να εγκατασταθεί μέσα το αγγελάκι.
Ύστερα, μαζί με τα ζώα του αγροκτήματος που ΄χαν μαζευτεί στο μεταξύ, έσπρωξαν τη φωλιά μέσα στο ζεστό στάβλο και οι μαμάδες αγελάδες του αγροκτήματος, ανέλαβαν την αποστολή, να κρατήσουν ζεστό τον Ραβιήμ, μέχρι να ξημερώσει.
Καλά τα καταφέραμε μέχρι εδώ, μα να δούμε τώρα τι φωλιά θα βρουν οι πελαργοί την άνοιξη, όταν επιστρέψουν.
– Δεν πειράζει, μη σκάτε, απάντησε ο Ευρύνοος, η μεγάλη και σοφή Κουκουβάγια του δάσους, που ΄χε φτάσει τρέχοντας στο μεταξύ… θα φτιάξουμε μέχρι τότε, καινούργια και πιο γερή φωλιά για τους πελαργούς μας. Όλα καλά. Θα φωνάξουμε δυο κοκκινολαίμηδες να το προσέχουν μέχρι αύριο το πρωί και μόλις ξημερώσει η μέρα, θα δούμε τι θα κάνουμε με δαύτο.
Η επόμενη μέρα βρήκε τον Ραβιήμ χαρούμενο και σώο μέσα στην φιλόξενη αγκαλιά του αχυρώνα. Γύρω του ήταν μαζεμένα όλα τα πλάσματα του δάσους. Ο Μπράουνη, ο Γκράμπερ, ο Ευρύνοος αλλά και τα προβατάκια και οι αγελάδες του σταύλου που το ζέσταιναν με τα χνώτα τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν ο Ραβιήμ, αφού τους διηγήθηκε πώς βρέθηκε ως τα μέρη τους, άρχισε να χοροπηδά αλαφιασμένος μέσα στη πελαργοφωλιά.
– Γρήγορα, γρήγορα… με περιμένουν σ’ ένα σπίτι λίγο παρακάτω, στην άλλη άκρη του χωριού αυτού… ένα παιδί ψήνεται από τον πυρετό και ο Άγιος Βασίλης μ’ έστειλε να το σώσω και να του αφήσω και τα δώρα του είπε, κοιτώντας αναστατωμένο γύρω του να βρει το δέντρο που χθες το βράδυ βάραινε στους ώμους του.
Εμείς θα σε οδηγήσουμε, είπε ο Μπράουνη και μην ανησυχείς για το δέντρο και το φανάρι σου… τα έχουμε προσέξει εμείς… όμως έτσι θα το πας το δέντρο σκέτο; Δε μου φαίνεται και πολύ καλή ιδέα.
– Ναι, σιγοντάρισε κι από κοντά ο Γκράμπερ, να του βάλουμε μερικά στολίδια πάνω στα κλαδιά θα δείχνει πιο όμορφο.
Λίγη ώρα αργότερα, το μικρό έλατο, βρισκόταν στην αυλή του χωριατόσπιτου, στολισμένο με όμορφα χιονισμένα κουκουνάρια και ό,τι άλλο τα ζώα είχαν βρει που θα μπορούσε να το ομορφύνει στο δάσος όπως παγωμένες δροσοσταλίδες και ιστούς αράχνης και πανέμορφα κόκκινα Αλεξανδρινά από τις αυλές του χωριού και διάφορα στολίδια που οι κίσσες του δάσους, συνήθιζαν να μαζεύουν στις φωλιές τους το καλοκαίρι.
Ο Ραβιήμ είχε ήδη πετάξει μέσα στο φτωχικό σπίτι και τώρα κοιτούσε χαρούμενο ψηλά από το ταβάνι το μικρό της οικογένειας να κάθεται χαρούμενο στην αγκαλιά της μάνας του χωρίς τον πυρετό πια να ταλανίζει το άρρωστο μετωπάκι του.
Εκείνο το βράδυ, όλη η παρέα του δάσους, μαζεύτηκε γύρω από το έλατο που είχε φυτευτεί έξω στην αυλή. Πρώτος, πρώτος στη μια γωνία, ο Ραβιήμ και δίπλα του ο Μπράουνη, ο Γκράμπερ, τα σκυλιά του σπιτιού, οι γάτες, όλα τα ζώα της περιοχής, έκαναν ένα κύκλο γύρω από το έλατο να ευχηθούν για τη νέα χρονιά.
Πυγολαμπίδες είχαν μαζευτεί κι έλαμπαν γύρω από τα κλαδιά σαν πολύχρωμα άπειρα φωτάκια μέσα στη νύχτα, όταν ο Ευρύνοος ξερόβηξε λίγο για να κρύψει τη συγκίνησή του και παρακάλεσε για ησυχία ενώ ταυτόχρονα, έπαιρνε θέση, στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου σαν το κεντρικό στολίδι…
– Σώσαμε δυο υπάρξεις, αγαπητοί μου φίλοι, είπε ο Ευρύνοος, μόλις σώπασαν όλα τα ζώα και σταμάτησε η φασαρία. Αν δεν είχαν βρει ο Μπράουνη και ο Γκράμπερ τον Ραβιήμ χθες το βράδυ, ίσως απόψε στο σπίτι αυτό να μην ακούγαμε σήμερα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια αλλά κλάματα. Ας προσευχηθούμε.
Έτσι, γονατισμένα με ευλάβεια κι ευγνωμοσύνη, όλα τα ζώα γιόρτασαν με το δικό τους τρόπο εκείνα τα Χριστούγεννα, στέλνοντας ψηλά τις προσευχές τους και παρακαλώντας για περισσότερα θαύματα υγεία κι ευτυχία για όλα τα πλάσματα του σύμπαντος την καινούργια χρονιά.