ΓΡΑΦΕΙΝ

Μην ξαναφύγεις

Το λεωφορείο τους θα έφευγε σύμφωνα με τον πίνακα ανακοινώσεων σε πενήντα λεπτά και εκείνοι περίμεναν στα τραπέζια του κυλικείου περικυκλωμένοι από αποτσίγαρα και τσαλακωμένα περιτυλίγματα. Εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς και η νεροποντή έσκαγε πάνω στον μεταλλικό θόλο του σταθμού με τόση ορμή που φάνταζε ικανή να τον διαλύσει. Τέτοια ώρα πραγματοποιούνταν τα τελευταία υπεραστικά δρομολόγια και ο σταθμός εκτός από τους επιβάτες της τελευταία στιγμής ήταν γεμάτος με ετοιμόρροπους ναρκομανείς και αποστεωμένους ζητιάνους.

Μητέρα κι γιος περίμεναν αμίλητοι χωρίς να ακουμπάνε το βρώμικο τραπέζι, ρίχνοντας τακτικές ματιές στο ρολόι του σταθμού. Εκείνη είχε αραιά γκρίζα μαλλιά, στεγνό δέρμα και κιρσούς στα πόδια. Ήταν χήρα εδώ και πολλά χρόνια και το μόνο που της έδινε ζωή εκτός από το κάπνισμα ήταν ο μονάκριβος γιος της.

-Πάω στο κυλικείο…

Ο γιος της παρέμεινε αμίλητος να παρατηρεί ένα περιστέρι με σπασμένο ράμφος να τσιμπολογάει μια γόπα βαμμένη με κραγιόν.

-Είσαι νηστικός όλη μέρα, η μανούλα θα σου πάρει κάτι να φας. Μην κουνηθείς από εδώ, δεν θα αργήσω.

Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός και η μοναδική του αντίδραση ήταν να ανεβάσει μέχρι πάνω το φερμουάρ του κόκκινου μπουφάν και να βάλει τα χέρια στις τσέπες του.

Η μητέρα έριξε μια τελευταία ματιά στον γιο της και κατευθύνθηκε προς το κυλικείο όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα πρησμένα της πόδια. Για εκείνη πήρε ένα κρύο σάντουιτς με πίκλες και για τον γιο της διάλεξε μια ζεστή κρεατόπιτα και ένα χυμό ανανά χωρίς επιπρόσθετη ζάχαρη. Πλήρωσε, πήρε κι ένα σπαστό καλαμάκι για τον χυμό, τα έβαλε όλα σε μια σακούλα και όταν επέστρεψε στο τραπέζι, ο γιος της είχε εξαφανιστεί.

Μόλις είδε την καρέκλα άδεια, ένιωσε το αίμα από μέσα της να στραγγίζει και τα αφτιά της να βουίζουν σαν να προηγήθηκε μια εκκωφαντική έκρηξη. Οι αναπνοές της έγιναν κοφτές, σχεδόν ασθματικές και όλα άρχισαν να φαίνονται αργά, δυσκίνητα κι θολά σαν να γέμισε όλος ο σταθμός με ένα πηχτό, κολλώδες υγρό που την περικύκλωνε απειλητικά. Φώναζε το όνομα του επανειλημμένα όσο κινούνταν περιμετρικά από τα τραπεζάκια κοιτώντας με αγωνία μέσα στο πλήθος μήπως και ξεχώριζε ένα κόκκινο μπουφάν.

-Είδατε τον γιο μου; Έχασα τον γιο μου, είπε σε μια κυρία που περίμενε στην ουρά να επιβιβαστεί στο λεωφορείο της, με την τελευταία να κουνάει το κεφάλι αρνητικά και να γυρίζει αδιάφορα την πλάτη της.

Τα λεπτά περνούσαν και ο γιος της παρέμενε άφαντος. Οι μαύρες σκέψεις δεν άργησαν να εμφανιστούν με τη μητέρα να κοκκαλώνει στην ιδέα πως το παιδί της επιβιβάστηκε μόνο του σε κάποιο λεωφορείο ή ακόμη χειρότερα πως έπεσε θύμα απαγωγής. Τα πρησμένα της πόδια την οδήγησαν με δυσκολία μέχρι τα εκδοτήρια, εκεί όπου έστεκε πίσω από το τζάμι, μια κοπέλα με στρόγγυλο πρόσωπο.

-Έχασα τον γιο μου. Κάντε κάτι.

Εκείνη μίλησε μέσα από ένα χειλόφωνο με την φωνή της να ακούγεται σαν αντίλαλος πίσω από το γυαλί.

-Θα το ανακοινώσω από τα μεγάφωνα. Περιγράψτε τον.

-Τα μαλλιά του είναι μαύρα και κοντά. Φοράει κόκκινο μπουφάν.

Εκείνη πάτησε ένα κουμπί και αφού προηγήθηκε ένας ήχος που έμοιαζε με ειδοποιητήρια καμπάνα, ανακοίνωσε την εξαφάνιση.

Η μητέρα ακούμπησε το στέρνο της για ευχαριστώ και ξεχύθηκε πάλι μέσα στο πλήθος καλώντας τον γιο της. Κολλημένη πάνω σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο, μια ξεφτισμένη αφίσα με εξαφανισμένα άτομα τής τράβηξε την προσοχή. Η σκέψη πως η φωτογραφία του παιδιού της θα φιγούραρε ανάμεσα τους της πάγωσε το αίμα. Αποτίναξε το βλέμμα της αλλού και συνέχισε την αναζήτηση όσο τα μεγάφωνα ανήγγειλαν την εξαφάνιση ξανά και ξανά.

Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει και τώρα πια ακούγονταν βροντές να σκίζουν την νύχτα στα δύο σείοντας τις λαμαρίνες του θόλου σαν μεταλλικά καραβόπανα καταμεσής της θύελλας. Σε ένα τέταρτο το λεωφορείο τους θα αναχωρούσε και ήδη οι πρώτοι επιβάτες περίμεναν στην ουρά να επιβιβαστούν. Η μητέρα με τους κιρσούς της να κοντεύουν να σκάσουν από την πίεση, σταμάτησε στημέση του σταθμού και έμεινε εκεί κατάκοπη να κοιτάει στα χαμένα. Άφησε την σακούλα κάτω και κάνοντας τα χέρια της χωνί φώναξε μια τελευταία φορά το όνομα του παιδιού πριν τα αναφιλητά της απόγνωσης την κατακλύσουν. Τότε μέσα από το πλήθος, μια τσιγγάνα με σταχτί πρόσωπο, βρώμικα μαλλιά κι χρυσά σκουλαρίκια την πλησίασε σαν να ήθελε να της μιλήσει. Η μητέρα παρατηρώντας τα μάτια της είδε πως ήταν θολά σαν να τα είχε σκεπάσει η ομίχλη της τύφλας.

-Το παιδί σου θέλει να το πάρει μια άλλη γυναίκα. Το θέλει για δικό της και θα τα καταφέρει. Αύριο το βράδυ θα του δώσει κάτι να πιει και σένα θα σε ξεχάσει για πάντα.

Η μητέρα βλέποντας την τρομαχτική εμφάνιση της και ακούγοντας τα ακόμη πιο αποκρουστικά της λόγια πήρε την σακούλα από το πάτωμα και έτρεξε μακριά.

Οι τελευταίοι επιβάτες μπήκαν στο λεωφορείο και ο οδηγός έπαιρνε τις τελευταίες τζούρες από το τσιγάρο του πριν ξεκινήσει το δρομολόγιο. Εκείνη έτρεξε προς το μέρος του να του πει να περιμένει και τότε είδε να εμφανίζεται από την πίσω μεριά της στάσης ένας άνδρας με κόκκινο μπουφάν, μαύρα μαλλιά και αξύριστο πρόσωπο. Βλέποντας την κλαμένη κατευθύνθηκε προς το μέρος της και με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά της. Η μητέρα άνοιξε τα χέρια της και χώθηκε στην αγκαλιά του γιου της με το κεφάλι της ίσα να φτάνει στο στέρνο του.

-Παιδί μου, που ήσουν; Νόμιζα πως σε έχασα για πάντα.

Εκείνος κοίταξε δεξιά και αριστερά για αδιάκριτα βλέμματα και έπειτα είπε χαμηλόφωνα σαν να μην ήθελα να γίνει στόχος.

-Πως κάνεις έτσι ρε μαμά, πήγα να βρω μια παλιά μου συμφοιτήτρια που είχα να δω πάνω από είκοσι χρόνια. Δουλεύει έξω στο parking και κανονίσαμε αύριο βράδυ να πιούμε ένα ποτό.

Το πρόσωπο της μητέρας άλλαξε απότομα ύφος.

-Δεν θα πας πουθενά. Σου πήρα εγώ να πιεις και να φας.

Ο οδηγός έβαλε μπρος την μηχανή και πάτησε κοφτά την κόρνα.

-Πάρε τη σακούλα με το φαγητό σου.

Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και πήρε τη σακούλα με την κρεατόπιτα και τον χυμό ανανά.

-Έλα πάμε τώρα, μας περιμένουν και μην μου ξανακάνεις ποτέ κάτι παρόμοιο. Μην ξαναφύγεις ποτέ μακριά μου. Εσένα έχω μόνο…

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 2

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Αναστάσης Κοστελίδης

error: www.grafein.gr