Χτες το βράδυ ήρθε στον ύπνο μου. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε στην κουζίνα. Έψησε καφέ. Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου. Πόσο καιρό είχα να πιω καφέ απ’ τα χεράκια του!! Βαρύ γλυκό με φουσκάλες σε μικρό φλιτζάνι. Κάπου είχα κρυμμένο ένα πακέτο τσιγάρα. Έτρεξα να το βρω. Του πρόσφερα ένα τσιγάρο. Άναψα κι εγώ. Οι γιατροί τού είχαν απαγορέψει ρητά το κάπνισμα κι εγώ προσπαθούσα καιρό να το κόψω. Αλλά καφές χωρίς τσιγάρο μισός καφές. Στο κάτω – κάτω ποιος θα μάθαινε για τη μικρή μας μεταμεσονύχτια παρασπονδία;
Τα τελευταία χρόνια συνηθίζαμε να πίνουμε το καφεδάκι μας και να κουβεντιάζουμε σχεδόν για τα πάντα, από την πολιτική μέχρι τον έρωτα. Απόψε όμως δεν είχαμε όρεξη για κουβέντες. Πίναμε τον καφέ μας σιωπηλοί, χαμογελαστοί, εξερευνώντας ο ένας το πρόσωπο του άλλου μέσα απ’ τα δαχτυλίδια καπνού που γέμιζαν το δωμάτιο. Εκείνος δε χόρταινε να με βλέπει. Εγώ πάσχιζα να απομνημονεύσω κάθε λεπτομέρεια του δικού του προσώπου, κάθε γραμμή, κάθε γωνία, κάθε μικροσκοπική ρυτίδα. Στο τέλος βυθίστηκα μέσα στο γαλαζοπράσινο βλέμμα του, που με γαλήνευε από τότε που ήμουν κοριτσάκι.
Το πρωί σηκώθηκα με τη γεύση του καφέ και του τσιγάρου στο στόμα μου. Ετοιμάστηκα γρήγορα. Πρώτη στάση το κοιμητήριο. Άναψα ένα κερί. Πριν φύγω έριξα μία φευγαλέα ματιά στα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια της φωτογραφίας που δέσποζε πάνω στο λευκό μάρμαρο.
«Χρόνια πολλά, πατέρα!» ψέλλισα.