Σαν αερικό - ΓΡΑΦΕΙΝ
ΓΡΑΦΕΙΝ

Σαν αερικό

Την παρατηρούσε, με το βλέμμα του να σέρνεται απαλά στην καμπύλη του προφίλ της. Με προσεκτικές κινήσεις περνούσε με το μολύβι τις γραμμές που σχεδίαζε. Του είχε γίνει συνήθεια, έτσι από μακριά να τη ζωγραφίζει. Να αποτυπώνει τη μορφή της για πάντα στο μπλοκ σαν ιεροτελεστία που ξεκινούσε το πρωί και τελείωνε το απόγευμα.

Κάθε μέρα, σε εκείνο το παγκάκι, άλλοτε με τα μαλλιά της πιασμένα, άλλοτε μπλεγμένα από τον αέρα καθόταν και απολάμβανε τον ήλιο. Όχι για πολύ. Μία ώρα μόνο, μία ώρα ήταν αρκετή για να κρατήσει τη μορφή της μέσα στις σελίδες του.

Την είχε πρωτοδεί αρχές Φλεβάρη, στην πρώτη ηλιόλουστη μέρα του μήνα είχε πάρει τα σύνεργά του για να βρει την έμπνευση που είχε χάσει. Είχε έναν χρόνο να σχεδιάσει μέχρι που την είδε. Είχε καθίσει σε εκείνο το ίδιο σημείο κι εκείνος , χωρίς να το θέλει, απλά άνοιξε το μπλοκ του και ξεκίνησε να τη ζωγραφίζει.

Σκεφτόταν πως έκανε σαν κάποιος τρελός, σα να την παρακολουθούσε, μα η αλήθεια ήταν πως δε μπορούσε να το ελέγξει. Έτσι κύλησε ο μήνας, δεν είχαν μιλήσει, δεν είχε τολμήσει να την πλησιάσει σα να είχε μπροστά του ένα ιερό εύθραυστο πλάσμα που δεν έπρεπε να το τρομάξει. Πίστευε πως αν τον γνώριζε θα γλιστρούσε μακριά του σαν τον άνεμο, πως έτσι όπως είχε σπάσει σε εκατοντάδες αιχμηρά μικρά κομμάτια θα της έσκιζαν το δέρμα αν έβρισκε το θάρρος να την ζυγώσει. Την είχε ερωτευτεί λοιπόν από μακριά, απλά σχηματίζοντας την καμπύλη της μύτης της και το σχήμα των χειλιών της. Την είχε αφήσει να μπει στις σκέψεις και την καθημερινότητά του σαν αερικό. Έτσι την είχε ονομάσει , αφού δεν έβρισκε την κατάλληλη στιγμή για να την ρωτήσει το πραγματικό της όνομα.

Αυτά σκεφτόταν και πέρασε και ο δεύτερος μήνας, ο Μάρτης με τα παιχνίδια του που ξεγελούσαν τον κόσμο. Πότε κρύο, πότε ζέστη μα εκείνος εκεί και το πιο περίεργο από όλα και εκείνη βρισκόταν στο ίδιο σημείο κάθε μέρα. Τί να της είχε συμβεί; Γιατί καθόταν μόνη της με εκείνο το βιβλίο; Απορίες που δεν είχε το θάρρος να τις λύσει, άφηνε το μυαλό του να πλάθει σενάρια, να δημιουργεί αυτοτελή επεισόδια μιας ζωής που μπορεί και να ήταν δική της, μπορεί και όχι. Και εκείνη του έριξε το βλέμμα της για μερικά μόνο δευτερόλεπτα πριν το βουτήξει μέσα στις σελίδες πάλι. Και εκείνος σα να πνιγόταν σε ένα απέραντο κενό από συναισθήματα το είχε βάλει στα πόδια. Είχε απλά σηκωθεί, χωρίς να την κοιτάξει δεύτερη φορά, τελείως αντίθετες οι κινήσεις του από τα θέλω του και είχε φύγει.

Η καρδιά του έτρεχε πιο γρήγορα και από Δρομέα, η ανάσα του δεν έβγαινε , τα μάτια της του την είχαν κλέψει. Ο φόβος πως από εκείνο το βλέμμα μπόρεσε να ξεντύσει την ψυχή του και να τον δει πραγματικά τον κράτησαν και δεν  πήγε τις επόμενες δύο μέρες στο πάρκο. Όταν τόλμησε να το κάνει, ξέροντας πως δε θα την έβλεπε ξανά εκείνη βρισκόταν ακόμα εκεί, τον κοίταξε πάλι με τις άκρες των ματιών της διακριτικά, την είδε και αυτόματα χαμογέλασε και εκείνος. Πρέπει να τον περνούσε για ανόητο σίγουρα μα και πάλι δεν της μίλησε, θα το έκανε όταν θα ένιωθε έτοιμος να της δείξει ποιος πραγματικά ήταν.

Εκείνο το απόγευμα του Απριλίου, τον είχε πλησιάσει εκείνη. Είχε απλά καθίσει δίπλα του, όλοι οι φόβοι πυρακτώθηκαν, όλες οι ανασφάλειες και τα αν και τα ίσως και τα σκοτάδια του τον έκαναν για λίγο να κρατήσει απόσταση. Ήταν τόσο λάθος να βάζει εκείνον τον τοίχο ειδικά όταν ήξερε πως αισθανόταν ο ίδιος για εκείνη. Τον γκρέμισε, για πρώτη φορά μετά από μήνες και την κοίταξε στα μάτια.

Του ζήτησε το μπλοκ και της το έδωσε, τόλμησε να της χαμογελάσει ήρεμος που πλέον μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της, βανίλια και ανοιξιάτικα πρωινά και θάλασσα.

«Είναι πραγματικά πολύ όμορφα, Αερικό;»

«Έτσι σε έχω ονομάσει.» του χαμογέλασε και της ανταπέδωσε, γιατί δεν την είχε πλησιάσει Τόσες μέρες; Έμοιαζε ολόσωστο, τι φοβόταν;

«Μου αρέσει.»

«Είμαι ο Μα…» τον σταμάτησε.

«Ζωγραφίζεις πολύ ωραία, ελπίζω να μη φοβάσαι να δείξεις στον κόσμο το ταλέντο σου όπως φοβάσαι εμένα.»

«Δε σε φοβάμαι, εμένα φοβάμαι.» του χαμογέλασε σα να καταλαβαίνει.

«Ο φόβος, μπορεί να γίνει ισοπεδωτικός. Ειδικά όταν οι σκιές αναγνωρίζουν η μια την άλλη.» ένωσε μπερδεμένος τα φρύδια του «ο χρόνος δεν είναι για χόρταση δυστυχώς, πολύ κρίμα.» τα μάτια της έτρεχαν μέσα στα δικά του, το χαμόγελό της ήταν ζεστό και μελαγχολικό τόσο ίδιο με τις σκέψεις του. Ξεφύσησε και σηκώθηκε να φύγει λέγοντάς του ένα αντίο που του προκάλεσε νευρικότητα.

«Το βιβλίο σου!»

«Κράτησε το, άλλωστε δε θα μου χρησιμεύσει πια. Το κατάφερα λίγο αργά αλλά το έκανα, δεν πειράζει ίσως κάποτε…» του χαμογέλασε και χάθηκε από τα μάτια του. Εξαφανίστηκε όπως μπήκε στην καθημερινότητά του σαν αερικό και το όνομα που της είχε χαρίσει δεν μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα σε άνθρωπο.

Η καρδιά του  χτυπούσε δυνατά, ζωντανή και ήθελε να χαμογελάσει μα κάτι τον κρατούσε. Άνοιξε το βιβλίο, δεν είχε τίτλο ,μέσα είχε μια λίστα στόχων. Όλα δίπλα είχαν τικ και σχεδιασμένα χαμόγελα. Το πέτυχα, το απέκτησα, νίκησα, είμαι ξανά ο εαυτός μου, οι δαίμονες μου νίκησαν, αγκάλιασα τους δαίμονές μου…Να φύγω με υποτροφία Αμερική. Ημερομηνίες και μέρες, στην τελευταία γραμμή έγραφε να νικήσω τον φόβο μου Οι υπόλοιπες σελίδες ήταν κενές. Δεν είχε τικ σε εκείνη τη φράση, μόνο την ημερομηνία και τα αρχικά της Κ.Μ, δε διάβαζε λοιπόν απλά καθόταν εκεί, στο ίδιο παγκάκι…ένιωσε το κεφάλι του να μουδιάζει. Ήταν όντως ανόητος.

Τις επόμενες μέρες δεν την είδε ξανά, μάλλον είχε κερδίσει εκείνη την υποτροφία, άνοιξε τη σελίδα με την τελευταία φράση. Έβαλε ένα τικ στην χθεσινή ημερομηνία, έπειτα άνοιξε το μπλοκ του, άφησε τον χρόνο να προσπεράσει από τον φόβο πως θα γίνονταν όλα λάθος πως θα την τρόμαζε, πως δε μπορούσε ο ίδιος να προχωρήσει και θα την έχανε πριν καλά καλά την κέρδιζε και όλες εκείνες οι παραισθήσεις απλά τον καθυστέρησαν απτο να κάνει αυτό που ήθελε. Και ναι ο χρόνος δεν είναι για χόρταση.

Ανοιγόκλεισε το μπλοκ του, έλειπαν δύο σελίδες, στη λευκή είχε γραμμένο ένα όνομα, το δικό της όνομα. Χαμογέλασε τουλάχιστον τώρα ήξερε για ποια έπρεπε να μετανιώνει που υπήρξε τόσο δειλός ή και όχι, άνοιξε το κινητό του ξέροντας ακριβώς τι έπρεπε επιτέλους να κάνει ενώ παράλληλα συμπλήρωνε στην κενή σελίδα του βιβλίου της:

Με νίκησαν οι φόβοι μου ✔

Αλλά θα τους νικήσω και εγώ ✔

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 15

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Μαριάννα Μακαριάν

Η Μαριάννα Μακαριάν ζει στον Πειραιά. Ασχολείται με τη συγγραφή από την εφηβεία της. Ξεκίνησε με μικρά στιχάκια στο γυμνάσιο και σιγά – σιγά άρχισε να γράφει μεγαλύτερα κείμενα. Πλέον γράφει το δικό της μυθιστόρημα, εφηβική λογοτεχνία του φανταστικού, όπως κι ένα κείμενό της, της ίδια κατηγορίας, έχει εκδοθεί σε ανθολογία από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Έχει σπουδάσει παιδαγωγικά σε ΙΕΚ και μέσα από τη σχολή ανακάλυψε πως μπορεί να γράφει και παραμύθια. Έχει στήριξη κι αυτό είναι που την βοηθά να συνεχίσει, από τους δασκάλους στη σχολή μέχρι τον οικογενειακό και φιλικό της περίγυρο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο λόγος που πίστεψε πως μπορεί να το κάνει κι έτσι συνεχίζει.

error: www.grafein.gr