Στην Maria
Maria, νά πού ἔρχομαι ἴσως ἀργά κοντά σου
ἀπὸ τὸν δρόμο τὸν μακρὺ πούναι γεμάτος φῶς.
Γιὰ σένα, ποὺ ἡ πραότητα κυλάει στὴν καρδιά σου,
ἐδῶ καὶ χρόνια ἤμουνα κρυφὰ ὁ ἀδερφός.
Maria, νά ποὺ ἔρχομαι ἴσως ἀργὰ κοντά σου
ἀπὸ τὸ ἤρεμο καὶ δροσερὸ τῆς πόλης ἀκρογιάλι.
Maria, ποὺ ἡ ἀγνότητα κυλάει στὴν καρδιά σου,
θέλω σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ νάμαι στὸ πλάι σου πάλι!
Στον νεογέννητο Κωνσταντίνο
Ἀπ’ τὸ γλυκό σου πρόσωπο, πρώτη φορὰ ἰδωμένο
– πίδακα ἀστείρευτε ζωῆς, χαρᾶς βλαστάρι, κρίνε –,
τῆς καθαρῆς ἁγνότητας τὸ φῶς μεταλαβαίνω
τὴν ἅγια τούτηνα στιγμή, μικρέ μου Κωνσταντῖνε.
Καὶ τώρα στὴν ἀνάσα σου ἡ ἀκοὴ στυλώνει
καὶ νιώθω πὼς δὲν εἶν’ μακριὰ ἡ θεία ἐκείνη ὥρα
ποὺ ἡ μεστωμένη νιότη σου τὰ στήθη θὰ σηκώνῃ
πρὸς τὴ βοή, τὴν ἀστραπὴ καὶ τὴν κακιὰ τὴν μπόρα!