Θα πήγαινε λέει ταξίδι με το τρένο. Ήταν γεμάτο αγαπημένα πρόσωπα. Βολεύτηκε στο βαγόνι κι ανυπομονούσε να ξεκινήσουν. Όταν όμως ο ελεγκτής είδε το εισιτήριό της την πέταξε έξω. Σχεδόν την τράβηξε από το μαλλί. Έβλεπε το τρένο να φεύγει χωρίς αυτήν έκπληκτη, απορημένη, θυμωμένη. Ξέμεινε στις γραμμές χωρίς αποσκευές, χωρίς κινητό, χωρίς καν τα ρούχα της. Την απασχολούσε η γύμνια της. Ντρεπόταν και κρύωνε.
Κάποιος την σκέπασε μ’ ένα σεντόνι. Τώρα ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα στενό κρεβάτι. Από πάνω της φώτα εκτυφλωτικά και γύρω παράξενοι άνθρωποι με πράσινα ρούχα και μάσκα στο πρόσωπο. Ούρλιαζε με κραυγές που επέστρεφαν μόνο στα δικά της αυτιά. Της είπαν ότι ξύπνησε σε δίκλινο. Θα ορκιζόταν ότι ξύπνησε πάνω στο τρένο. Φορούσε το καινούριο της παντελόνι. Τι κι αν κάτω απ’ το γαλάζιο πουκάμισο ζάρωνε άδειο το σουτιέν; Το ουράνιο τόξο ξεδίπλωνε παιχνιδιάρικα τα ζεστά του χρώματα πάνω στα υγρά, φθινοπωρινά τζάμια του τρένου. Έτσι, για καλωσόρισμα!
ΥΓ. Γράφτηκε με αφορμή τον ροζ Οκτώβρη. Αφιερωμένο σ’ όλες όσες γεννηθήκαμε γυναίκες. Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει πως πριν από το ξημέρωμα το σκοτάδι είναι πιο βαθύ. Ίσως γιατί ετοιμάζεται να ξεπροβάλει ο ήλιος…






