Καθόσουν σκυφτός σε έναν καναπέ, έξω από το γραφείο των καθηγητών Λυκείου. Μέχρι χθες ήσουν κι εσύ ένας από αυτούς, φιλόλογος στην ειδικότητα και πολύ αγαπητός από μαθητές και συναδέλφους. Κι όμως σήμερα βρισκόσουν υπόλογος και περίμενες την ετυμηγορία σου από το σύλλογο, για την ποινή σου; Δεν ήξερες, δεν μπορούσες να σκεφτείς, να καταλάβεις. Τα γιατί θόλωναν το μυαλό σου και σε ταξίδεψαν στο παρελθόν για να βρεις την απάντηση.
«Σπούδασα φιλόλογος σε μία άλλη πόλη μακριά από τη δική μου. Αγαπούσα τα βιβλία, τους συγγραφείς και τους ποιητές. Ανακάλυψα τη σεξουαλική μου διαφορετικότητα ή μάλλον αποδέχθηκα τον εαυτό μου στον τόπο που με φιλοξένησε στα φοιτητικά μου χρόνια. Μακριά από το ασφυκτικό περιβάλλον της γενέτειρας μου, μιας μικρής επαρχιακής πόλης κάπου στο βορρά, ένιωσα ελεύθερος, ξένος ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ξένους. Ερωτεύτηκα με όλη τη θέρμη της νεότητας, με όλη την αμηχανία της πρώτης φοράς, όπως όλοι μας. Ένιωσα λύτρωση, ένιωσα ανακούφιση, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την πληρότητα της ευτυχίας. Έπλαθα όνειρα για τη ζωή, όνειρα για τη διδασκαλία, για έναν καλύτερο κόσμο, για να τον χαρίσω απλόχερα στους αυριανούς μαθητές μου. Ήμουν συνεπής στους όρκους μου και κάθε φορά φρόντιζα για αυτό. Με το να είμαι δίκαιος, με το να σέβομαι, με το να είμαι σωστός και τίμιος. Δεν είναι αυτά αρκετά;
Και ήρθε ή ώρα της αποφοίτησης , η ώρα να πραγματοποιήσουμε τα μεγάλα, μικρά μας όνειρα. Διορίσθηκα αναπληρωτής μετά από λίγους μήνες σε μία μικρή πόλη. Μάζεψα ακόμα μια φορά τα πράγματα μου, τα χώρεσα στη βαλίτσα μου και ξεκίνησα με ισχυρά εφόδια το χαμόγελο και την πίστη μου στη ζωή. Κατάφερα να σπείρω έναν καρπό του οράματος μου στο τέλος της χρονιάς. Οι μαθητές μου με λάτρεψαν και οι γονείς με ευχαρίστησαν. Εφέτος διορίσθηκα και πάλι αναπληρωτής σε σχολείο της μεγαλούπολης και νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα εκεί κοντά. Ανέλαβα την Γ’ Λυκείου. Απαιτητική τάξη μιας και οι μαθητές καλούνται να δώσουν το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων τους κι εγώ να τα στηρίξω όσο μπορώ στον αγώνα τους.
Προχθές, στην είσοδο του σπιτιού μου, ήμουν με τον σύντροφο μου, του κρατούσα το χέρι, ήμουν τόσο ευτυχισμένος και σε μία αυθόρμητη κίνηση ανεμελιάς , έσκυψα και τον φίλησα. Που ήταν το κακό; Εκείνη τη στιγμή, πέρασε από το απέναντι πεζοδρόμιο η μητέρα ενός μαθητή μου, κοντοστάθηκε, μας κοίταξε επιτιμητικά και έφυγε μουρμουρίζοντας και μην απαντώντας στον χαιρετισμό μου.
Σήμερα με κάλεσαν στο έκτακτο συμβούλιο των καθηγητών και τώρα κάθομαι και περιμένω να με φωνάξουν. Η πόρτα άνοιξε, ακούω το όνομα μου».
Ξαφνικά μετατράπηκες σε καθηγητή τέρας, σε ανήθικο ανδρείκελο. Δεν ήσουν εσύ, ο μέχρι τότε αγαπητός των μαθητών και υπόδειγμα για τους συναδέλφους σου. Δεν ήσουν εσύ ο θετικός, φωτεινός άνθρωπος και δάσκαλος. Ήσουν η αρρωστημένη φαντασίωση παρωχημένων αντιλήψεων, που με περίσσιο θράσος διέσυραν την προσωπικότητα σου και σε κατηγόρησαν, σε πρόσβαλαν και τέλος σε πίεσαν να δηλώσεις την παραίτηση σου και να απομακρυνθείς άμεσα από το σχολείο. Δεν απάντησες, τα αναμάρτητα δάχτυλα των κριτών σου κουνιόντουσαν ηχηρά στον αέρα, κάνοντας τόσο θόρυβο σαν την κουδούνα του διαλείμματος.
Μάζεψες ακόμα μια φορά τα πράγματα σου αλλά αυτή τη φορά με βιασύνη, με φόβο. Να τρέξεις, να φύγεις από το ανεξήγητο μίσος που ένιωθες ότι σε πνίγει σα θηλιά. Το μεταπτυχιακό που βρήκες σε μία μακρινή χώρα ήταν η δικαιολογία για να ξεφύγεις από αυτή την πιεστική κατάσταση, από το βιασμό της ψυχής και των συναισθημάτων σου.
«Στρίμωξα γρήγορα όλη μου τη ζωή μέσα στο μικροσκοπικό μου αυτοκίνητο που το είχα γεμίσει ασφυκτικά. Μόνο εγώ χώραγα στη θέση του οδηγού. Μόνο εγώ ήθελα να χωράω εκεί μέσα. Έφευγα κυνηγημένος, από εκείνους τους άλλους, από το μισό εαυτό μου που δείλιαζε να εναντιωθεί, ενώ το άλλο μου μισό με τραβούσε από το μανίκι να γυρίσω πίσω, να διεκδικήσω. Ποτέ δεν ήμουν επαναστάτης, παρά μόνο ένας αφελής ονειροπόλος».
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή, που πατούσες με μανία το γκάζι για να φύγεις όσο πιο γρήγορα μπορούσες μέσα στη νύχτα, με όλη την περιουσία σου στοιβαγμένη στο μικρό σου αυτοκίνητο. Δεν θα ξεχάσω την εικόνα ενός ανθρώπου καταδιωκόμενου που δεν άντεχε να κρεμάσει στα χείλη του ούτε το χαμόγελο του αποχαιρετισμού.
Ήπιαμε μαζί μία μπύρα, το τελευταίο σου βράδυ στα πάτρια εδάφη. Δεν είπες τίποτα, δεν είπα τίποτα. Αφήσαμε τα ψιλά στο τραπέζι και φύγαμε.
Στα μάτια μου φάνταζαν σαν τα τριάντα αργύρια πεταμένα στο ναό του Σολομώντα, από Φαρισαίους υποκριτές που δεν τα πήραν ποτέ πίσω.