Έναν κόμπο, τόσο γερά σφιγμένο που ξεκινάει από το στομάχι και σε πνίγει στον λαιμό. Το έχεις νιώσει; Να μουδιάζει το κεφάλι σου κόβοντας την αναπνοή σου. Συσσωρευμένα «γαμώτο» που κοντεύουν να εκραγούν και μπόλικο άγχος που τρως σαν το καθημερινό μεσημεριανό σου γεύμα. Και ‘κείνα τα ουρλιαχτά που προέρχονταν από την ψυχή σου δίχως λόγο, και ‘κείνες οι μπόρες που ξεχείλιζαν από τα μάτια σου. Δεν άνοιξες ομπρέλα στην βροχή. Ούτε έστρεψες την πλάτη σου στα κύματα. Έκατσες, έφαγες τα χαστούκια γυρνώντας και το άλλο μάγουλο. Μα εσύ χαμογελάς. Κι όταν βρέχει, εσκεμμένα αφήνεις την ομπρέλα σου, βάζεις την κουκούλα σου δίχως να σε νοιάζει αν θα βραχείς, περπατώντας σ’ έναν κόσμο γεμάτο ευθείες και τετραγωνισμένους κύκλους. Μα εσύ χαμογελάς. Δεν τους περνάει απ’ τον νου τι κρύβεις μέσα σου. Μην τους δείξεις! Εκείνοι δεν θα καταλάβουν. Δείξε το στα αδέσποτα που σουλατσάρουν πλάι σου δίχως να σε γνωρίζουν. Κι όμως με τον δικό τους τρόπο σε κατανοούν και σου χαμογελούν. Βρήκες άραγε γωνία στον κύκλο; Και ‘κείνη την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου; Την βρήκες; Μα τι να βρεις μάτια μου… Αποδέσμευσε τον κόμπο από τον λαιμό σου. Εσύ να χαμογελάς.






