ΓΡΑΦΕΙΝ

Θείο δώρο

Είναι η πρώτη φορά που εξομολογούμουν. Ποτέ δεν ένιωθα την ανάγκη να το κάνω – μπορώ και μόνη μου, έλεγα. Μα να που ήρθε η ώρα. Ακόμα θυμάμαι το τρέμουλο που είχε κυριεύσει το κορμί μου, τον φόβο για την κριτική του παπά ή την «τιμωρία» που θα μου επέβαλε. Αυτές οι σκέψεις θόλωναν το μυαλό μου και ο εγωισμός με κράταγε πίσω, μην τυχόν ταπεινωθεί η «μεγαλειότητα μου», μην μάθει κανείς το αμάρτημά μου. Τα γόνατά μου κόπηκαν μόλις τον αντίκρισα. Αυτή η γλύκα στα μάτια του, αυτή η κατανόηση με την οποία με καλωσόρισε, η γαλήνη που εξέπεμπε, έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου και εγώ είχα πάει εκεί για να διαταράξω αυτή την απόκοσμη ηρεμία του.

«Πάτερ, δεν ήθελα να το κάνω. Ήταν η χειρότερη λύση, μα πάνω στον πανικό έμοιαζε μοναδική. Δεν γνωρίζω αν έπραξα σωστά, σίγουρα όμως δεν έπραξα εγωιστικά. Δεν ήταν ο εγωισμός, πάτερ, που με οδήγησε εκεί. Ήμουν μικρή, μόλις 16. 1958… Πώς να κρατούσα ένα παιδί εκείνη την εποχή; Μια εποχή που οι εξωσυζυγικές σχέσεις ήταν θανάσιμο αμάρτημα, πόσο μάλλον μια εγκυμοσύνη. Και μια εγκυμοσύνη που δεν ήταν καρπός αγάπης, ούτε θα οδηγούσε σε γάμο. Δεν ήταν δειλία, μήτε φυγοπονία. Φόβος ήταν. Φοβήθηκα πολύ, πάτερ. Φοβήθηκα ότι δεν θα άντεχα να αντικρίσω το παιδί εκείνου του άντρα. Του άντρα, που χωρίς να του έχω κάνει τίποτα, πλήγωσε εμένα, το σώμα μου και την αξιοπρέπειά μου. Του άντρα που με τόση ευκολία με κατέστρεψε, χωρίς καν να με γνωρίζει, επειδή απλά «ήθελε». Του άντρα που στοίχειωνε για χρόνια τα όνειρά μου και δεν με άφησε ποτέ να ξεπεράσω αυτό το ανατριχιαστικό του χαμόγελο. Εκείνο το χαμόγελο που είχε παγώσει στο πρόσωπό του και στο μυαλό μου. Αυτό φοβήθηκα πάτερ. Έτρεμα στην ιδέα μην δω το ίδιο χαμόγελο σε εκείνο το παιδί. Έτρεμα, μην δεν καταφέρω να το αγαπήσω και το παρασύρω στον βούρκο. Μην δεν του δώσω την αγάπη που του άρμοζε. Έπρεπε να το ρίξω… Οι γονείς μου με ανάγκασαν, έλεγαν ότι θα ήταν το καλύτερο για όλους. «Ποιος θα σε πάρει έτσι;» έλεγαν. Και εμένα τότε μου φάνηκε ιδανικό. Η ζωή, όμως, μου φέρθηκε καλά προς στιγμήν και νόμιζα πως δεν θα υπήρχαν συνέπειες. Βρήκα τον καλύτερο σύζυγο, τον πιο στοργικό, τον πιο τρυφερό. Γνώριζε την κατάσταση, γνώριζε για τον βιασμό και για την άμβλωση… Και δεν τον ένοιαξε ποτέ. Ήταν εκεί για μένα και νόμιζα πως είχα τα πάντα. Λίγο μετά τον γάμο όμως, όταν προσπαθήσαμε να κάνουμε παιδί, φάνηκαν οι επιπτώσεις των πράξεων μου… Εκείνη η έκτρωση τελικά ήταν μοιραία και μου στέρησε την δυνατότητα να κρατήσω στα χέρια μου μωρό. Και κάπως έτσι κατέστρεψα και τη ζωή κάποιου άλλου. Του άντρα μου, που πρόσφατα έφυγε απ’ τη ζωή, θέλοντας τόσο ένα παιδί που ποτέ δεν απέκτησε. Νιώθω ότι κατέστρεψα πολλές ζωές, πάτερ, προκειμένου να σώσω τη δική μου. Και οι τύψεις διογκώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Και με πνίγουν, πάτερ. Ασφυκτιώ».

Αυτά είπα. Και θα μπορούσα να πω ακόμη περισσότερα αν δεν σήκωνα το βλέμμα μου και δεν τον έβλεπα σκυθρωπό. Δεν τόλμησα να συνεχίσω. Φοβήθηκα γι’ ακόμη μια φορά όπως κάνω πάντα άλλωστε. Σιώπησα κι εγώ, σιώπησε κι αυτός. Μα αυτή η σιγή στο κεφάλι μου έκανε τον μεγαλύτερο θόρυβο. Δεν ξέρω αν ντράπηκα εκείνον ή τον ίδιο μου τον εαυτό για όσα του προξένησα και τώρα αναγκαζόμουν να τα φέρω στο φως.

Συνέχισε να είναι σκεπτικός για αρκετή ώρα. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, να ήταν δευτερόλεπτα. Μα η αγωνία και η ντροπή μου με ώθησαν να σπάσω τη σιωπή:

«Συγνώμη, πάτερ, αν σας θορύβησα με αυτή μου την ομολογία. Μα δεν άντεχα άλλο. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω τώρα, ποια τιμωρία θα ξεπλύνει τις αμαρτίες μου. Δεν αντέχω άλλο το σκοτάδι».

«Για ποια τιμωρία μού μιλάς τόση ώρα, κόρη μου; Οι τύψεις και οι σκέψεις σου σε έχουν τιμωρήσει χίλιες φορές γι’ αυτό που έκανες. Ποιος είμαι εγώ για να σου επιβάλλω κάποια «ποινή», αν βέβαια υπάρχει μεγαλύτερη απ’ αυτή στην οποία έχεις υποβληθεί; Η ζωή είναι δική σου κι ο Γολγοθάς ατέλειωτος. Αρκούν όσα έζησες, όσα πάθη ήρθαν να σε δοκιμάσουν. Ποιος είναι ο αναμάρτητος που θα δικάσει και θα ταπεινώσει εσένα για όσα πέρασες; Κανένας… Οι άνθρωποι έχουν μάθει μονάχα να κρίνουν, δίχως να γνωρίζουν. Και στο τέλος, μην ξεχνάς, πως κανενός ανθρώπου η γνώμη δεν θα έχει σημασία».

Βάλσαμο τα λόγια του, ήρθαν και επούλωσαν τις πληγές μου, καθώς δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα στο πρόσωπό μου. Σαν κάποιος να ήρθε και να τα ελευθέρωσε, μετά από χρόνια που τα βαστούσα. Τα είπα και γαλήνευσε το μέσα μου. Μακάρι να με συγχωρέσουν και οι ψυχές που υπέφεραν για μένα, εκείνου του παιδιού που ποτέ δεν χτύπησε η καρδούλα του και του αγαπημένου μου άντρα που έμεινε μαζί μου ως το τέλος.

Αυτό να θυμάσαι: Κανείς δεν είναι ικανός να σε κρίνει, γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι πέρασες. Η ζωή είναι δική σου.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 16

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Πολυτίμη Μουρατίδου

Μέλος της μαθητικής συγγραφικής ομάδας Teenγραφείς

error: www.grafein.gr