Η Τίνα τυλιγμένη στο μπλε μακρύ παλτό της, με τον άσπρο σκούφο στα μαλλιά της, περιπλανιόταν στο δρόμο. Το σκοτάδι βαθύ και ο κρύος αέρας χτυπούσε το όμορφο νεανικό της πρόσωπο.
Έβγαλε ένα τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα της. Για μια στιγμή δίστασε να το ανάψει, είχε βλέπεις να καπνίσει πάνω από χρόνο, αλλά γρήγορα ο αναπτήρας φώτισε για λίγο το σκοτάδι.
Τα αργά βήματά της την οδήγησαν στον πεζόδρομο και κάθισε σ’ ένα παγκάκι.
Ο κόσμος λιγοστός γύρω της περπατούσε βιαστικά τυλιγμένος στα επανωφόρια του.
Στα μάτια της κυλούσαν καυτά τα δάκρυά της καθώς τον έφερνε στο μυαλό της, καθώς τον έβλεπε αγκαλιά με την Αγγελική, την καλύτερή φίλη της. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και πέρασε από το σπίτι του.
Αυτό που την πείραξε ήταν το ψέμα, η υποκρισία του.
Τρία χρόνια ήταν μαζί και της ζήτησε να συζήσουν. Ήδη είχε μεταφέρει μερικά πράγματα στο σπίτι του.
Τώρα όλα τελείωσαν με το χειρότερο τρόπο. Αυτός επέμενε να συζήσουν, αυτός το πρότεινε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη συμπεριφορά του. Από τη μια να θέλει να συζήσουν και από την άλλη να είναι με τη φίλη της.
Άρχισε να κρυώνει και σηκώθηκε. Τάχυνε το βήμα της και γρήγορα έφθασε στο σπίτι της.
Εκεί τον είδε να την περιμένει. Συγγνώμη είπε με τρεμάμενη φωνή, δεν σημαίνει τίποτα για μένα, ήταν απλώς μια άτυχη στιγμή.
Δεν του απάντησε, δεν του είπε απολύτως τίποτα, σα να μην υπήρχε κανείς μπροστά της. Ένιωθε απόλυτα μόνη της κι ας ήταν μπροστά της, κι ας τη ζητούσε συγγνώμη με τρεμάμενη φωνή.
Μπήκε στο διαμέρισμα, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και τράβηξε το μεγάλο σύρτη.
Η πίκρα έγινε περιφρόνηση και μετά ανακούφιση.
Βλέπεις η υποκρισία έμεινε έξω από την πόρτα της, μέσα στην παγωμένη αυτή νύκτα.