Ο Γιάννης καθόταν μπροστά στην τηλεόραση με μια τεράστια σακούλα ποκ-κορν και περίμενε να γυρίσει ο Μπαμπάς και η Μαμά από το Νοσοκομείο. Από μέρες είχε καταλάβει από μισοκουβέντες των δικών του στη κουζίνα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον παππού τον τελευταίο καιρό. Δεν τον πήγαιναν να τον δει στο σπίτι στο χωριό και όταν ρωτούσε τι κάνει ή αν μπορεί να τον πάρει τηλέφωνο, ο πατέρας του ήταν όλο δικαιολογίες. Έξι χρονών ήταν ο Γιάννης κι ακόμα δεν είχε μυηθεί στα μεγάλα μυστήρια της ζωής και του θανάτου αλλά γυρνώντας ο πατέρας του, ο Σωτήρης, έκρινε πως είχε φθάσει η ώρα να του εξηγήσει μερικά πράγματα…
Αφού άφησε λοιπόν παλτό και παπούτσια στην είσοδο, άλλαξε, έβαλε λίγο νερό σ’ ένα ποτήρι και κρατώντας το στο χέρι του, πήγε και κάθισε δίπλα στο Γιάννη…
– Γιάννη μου, θυμάσαι που πέρυσι τη καθαρά Δευτέρα πήγαμε στην εξοχή και πετάξαμε χαρταετό;
– Ναι, θυμάμαι…
– Είδες πως πέταγε στον αέρα ο χαρταετός, και σιγά σιγά έφτασε ψηλά μέχρι τον ουρανό και τι όμορφα που ήταν να τον βλέπουμε εκεί πάνω να πετά στα ουράνια;
– Ναι, ναι…
– Ξέρεις Γιάννη και οι άνθρωποι προς το τέλος της ζωής τους πετάνε κι αυτοί προς τον ουρανό, σαν τον χαρταετό που πέταξες πέρυσι..
– Πώς πετάνε δηλαδή;
– Πετάνε, όχι με τα χέρια και τα πόδια αλλά μ’ ένα άλλο κομμάτι τους, που βρίσκεται εκεί που ακούς την καρδιά σου να χτυπάει μερικές φορές
– Δηλαδή πετάνε με τη καρδιά, μπαμπά;
– Ναι, Γιάννη μου, με την καρδιά και με την ψυχή προς τον ουρανό…
– Τι είναι η ψυχή, Μπαμπά;
– Η ψυχή, Γιάννη, είναι ένα αόρατο κομμάτι του σώματός μας, κάπου εκεί κοντά στη δεξιά μεριά της καρδιάς μας, κάπου ανάμεσα στο στήθος μας. Δεν τη βλέπουμε αλλά καταλαβαίνουμε πως υπάρχει γιατί πότε μας κάνει να αισθανόμαστε χαρούμενοι και πότε λυπημένοι σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Άλλοτε πάλι μας κάνει να νιώθουμε για κάποιον άνθρωπο μεγαλύτερη συμπάθεια απ’ ότι για τους άλλους ανθρώπους. Και τότε αυτόν τον άνθρωπο μπορεί να τον έχουμε στο μυαλό μας και στη καρδιά μας για πολύ πολύ καιρό. Κι αυτό σημαίνει πως τον αγαπάμε αυτόν τον άνθρωπο..
– Όπως αγαπάς εσύ τη μαμά, μπαμπά;
– Ναι Γιάννη μου.. κι όπως αγαπάω εσένα και όπως αγαπάω και τον παππού σου, τον Γιάννη που πήρες και τ΄ όνομά του…
– Κι αφού τον αγαπάω τον παππού, γιατί δε με άφηνες να τον δω όλον αυτόν τον καιρό, μπαμπά;
– Γιατί Γιάννη μου, ο παππούς προετοιμαζόταν να κάνει κι αυτός με τη ψυχή του αυτό το μεγάλο πέταγμα προς τον ουρανό όπως ο χαρταετός μας…
– Και τι, το έκανε τελικά;
– Το έκανε απόψε το απόγευμα. Και τώρα βρίσκεται σαν όμορφος χαρταετός πολύχρωμος πολύ ψηλά εκεί κάπου στον ουρανό και μας βλέπει και μας αγαπάει από εκεί πάνω…
– Και γιατί δε με πήρε κι εμένα εκεί πάνω μαζί του, μπαμπά; Θέλω κι εγώ να πετάξω μέχρι τον ουρανό σαν τον χαρταετό μου…
– Γιατί αυτό το πέταγμα πρέπει να φτάσουμε σε μια μεγάλη κάπως ηλικία για να το κάνουμε. Τότε οι άγγελοι έρχονται στον ύπνο μας και μέσα από τα όνειρά μας μαθαίνουν στην ψυχή μας πώς να προετοιμαστεί γι’ αυτό το πέταγμα και πώς θα τα καταφέρει τελικά…
– Και τώρα τον παππού δε θα τον ξαναδούμε εδώ κάτω δηλαδή;
– Όχι, Γιάννη μου, δε θα τον ξαναδούμε, γιατί ανέβηκε εκεί πάνω ψηλά σαν χαρταετός. Αλλά θα ξέρουμε, κάθε φορά που πετάμε ένα χαρταετό, πως είναι κάπου εκεί ψηλά και μας βλέπει και μας αγαπάει, όπως και όταν ήταν κάτω εδώ κοντά μας… όταν αγαπάμε έναν άνθρωπο, η ψυχή μας δεν τον ξεχνάει, είτε είναι εδώ μαζί μας, είτε έχει πάει στον ουρανό μαζί με τους χαρταετούς…
– Και πετάνε πολλοί άνθρωποι σαν χαρταετοί πάνω στον ουρανό, μπαμπά;
– Πολλοί παιδί μου αλλά εμείς συνήθως βλέπουμε μόνο τους δικούς μας χαρταετούς εκεί ψηλά.. καμιά φορά αισθανόμαστε πως μας στέλνουν και κάποιο μήνυμα από εκεί πάνω που έχουν πετάξει…
Ο Γιάννης κοιμήθηκε προβληματισμένος εκείνο το βράδυ αλλά όχι ανήσυχος. Πειστική του φάνηκε στο εξάχρονο παιδικό μυαλουδάκι του η εξήγηση πως καμιά φορά οι άνθρωποι μπορούν να πετάξουν όπως οι χαρταετοί… έπειτα σκέφτηκε πως αυτός, ήταν πολύ μικρός ακόμα για να έρθουν και στο δικό του όνειρο οι άγγελοι και να τον μάθουν πώς θα πετάξει η ψυχή του εκεί ψηλά και αποφάσισε για την ώρα να περιοριστεί στο πέταγμα των χάρτινων αετών που έφτιαχνε κάθε χρόνο μαζί με το μπαμπά του για να τον ανεμίζει ψηλά σε ανοιξιάτικους ουρανούς, στις εξοχές.