Το τρένο πάντα θα αναχωρεί
με ανθρώπους γεμάτους όνειρα, ελπίδα, συναισθήματα
με σφιχτές αγκαλιές και φιλιά που ζητούν “το επανιδείν”
Το τρένο πάντα θα περιμένει στη γραμμή
εκεί που σφίγγουν οι καρδιές, μα ξέρουν… θα ξανασυναντηθούν.
Ένας φίλος σε χαιρετά
Η ξαδέλφη σου ανυπομονεί για τα επόμενα ταξίδια
Μόλις έχεις μπει στο βαγόνι γεμάτος εμπειρίες, χαρές και εικόνες
Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε γλυκιά λησμονιά
Ο μπαμπάς σε περιμένει στο σταθμό
πάνε τώρα μήνες που έχεις να φανείς
Ω χρυσή γλυκιά μοναχοκόρη
Η γιαγιά στήνει καρτέρι στο παραθύρι της κουζίνας
μύρισε όλη η γειτονιά εδέσματα γλυκά
μαγειρεμένα με λαχτάρα που ζητά καλωσόρισμα.
Ο παππούς χαμογελάει στον καθρέφτη
και βλέπει πάλι εκείνα τα αστραφτερά λευκά του δόντια.
Μύρισε άνοιξη
Μύρισε γιασεμί
ακόμη δεν έχει νυχτώσει
Μύρισε Μόσχος
το σπίτι αστράφτει
ακόμη τίποτε δεν έχει τελειώσει.
Το αγόρι σου σε σκέφτεται
η εικόνα σου ζεστή
Τα ρούχα που άφησες
είναι ακόμα υγρά στο μπαλκόνι.
Το τηλέφωνο χτυπά
“Ναι μπαμπά κοντεύουμε”
Πάντα άκουγες εκείνο το τραγούδι που νοσταλγεί πατρίδα
Υγρασία στα μάτια μου
Χτυποκάρδια τού “αδημονώ”
ανυπομονώ να σε δω
Φαντάζομαι ρομαντικά κόκκινα φώτα, μα είναι θαμπά γιατί κλαίω από χαρά
που θα με δεις αγαπημένη μου.
Τόσο πολύ σε λαχταρούσα
μα δε πρόλαβα να σε προφτάσω
Μια βουή ξεσηκώνει τα πλήθη
τώρα αισθάνομαι πολύ μουδιασμένη
εικόνες περνούν γρήγορα, αδιάκοπα από μπροστά μου,
στέκομαι στον χαμό μα δε μπορώ να βοηθήσω.
Σαν εκείνους τους εφιάλτες που το σώμα παραλύει και σε διαπερνά ο κρύος ιδρώτας καθώς προσπαθείς να ξυπνήσεις από κάτι κακό, μα θα ξυπνήσεις.
Πάντα ξυπνάς, δε γίνεται αλλιώς,
η ζωή είναι τόσο γλυκιά
κι εγώ μικρή.
ΞΎΠΝΑ!
.
.
.
Ο χρόνος πάγωσε
σε λίγη ώρα θα έφτανα κάπου που αγαπούσα
Ο χρόνος σταμάτησε
αφήνοντας τις πιο περίτεχνες και γλυκές μου στιγμές
για το πιο βαθύ σκοτάδι.
Νύχτωσε ξαφνικά
Νύχτωσε πικρά
Τα λουλούδια που θα μου έδινε ο μπαμπάς μου έχουν παγώσει
Χειμώνιασε απότομα
Το τρένο πάντα θα αναχωρεί
και πάντα κάποιος περιμένει “να τον πάρεις μόλις φτάσεις”
Γιατί συνήθως… φτάνεις.