Αναπολώντας τη νιότη
Φαντάσου μια λευκή τρύπα στην άμμο.
Με ένα σάλτο να βουτάς μέσα της κι ευθύς αμέσως να βρίσκεσαι αλλού.
Να περνάς την πόρτα της νιότης γυρεύοντας να κλέψεις λίγη αυταπάτη
και περνώντας, να τρυπάς το σεντόνι του χρόνου και να χώνεσαι μέσα βαθιά.
Να γίνεσαι και πάλι το παιδί με τα κοντά παντελονάκια και τις λερωμένες παλάμες
και να θες να ξεριζώσεις απ’ τα σύννεφα, με τον ίδιο ζήλο όπως και τότε,
τις σταγόνες των μυστικών τους.
Όλα θα’ ναι τα ίδια -ίσως λίγο πιο ζωντανά- απ’ το νόημα που βρήκες στην πορεία του χρόνου μα που δεν ταίριαζε στη στιγμή του.
Συνεχώς τα κυνηγούσες τα νοήματα μα αυτά ήταν πάντα μία θέση μπροστά.
Ο ήλιος εδώ γελάει αθώα ξανά κι εσύ σαν λουλούδι που τρέμει στο αεράκι
προσπαθείς να κλέψεις κανένα κομμάτι τραγούδι απ’ αυτά που κυλούν δροσερά τριγύρω
και να δεις με εκείνα τα παιδικά μάτια ξανά.
Πόσο πονούν τα μάτια μπρος το πέρασμα των παρόντων;
Αν θες, μπορείς να μείνεις.
Μα από τις τόσες φορές που σε έχω δει να τριγυρνάς εδώ, καμιά δεν την κράτησες μόνιμη.
Έρωτας ο αγνός
Σου μάζεψα κοχύλια και βότσαλα όσο εσύ χάζευες τον αφρό των κυμάτων.
Να τα φυλάξεις στην άκρη της φούστας σου για να φανούν σαν τέχνη,
όσο θα κάνεις την επανάστασή σου με συμμάχους τις κορδέλες στα μαλλιά σου
και το αλάτι της θάλασσας-
κι αυτή η τούφα που σκεπάζει ώρα πολλή το πρόσωπό σου,
βασανίζει τις ανάσες μου!
Άραγε να ξέρεις πως όσο εσύ χάζευες τη θάλασσα, εκείνη κι εγώ χαζεύαμε εσένα;
Μάταιο να κουράσω τις λέξεις σε μια προσπάθειά μου να σε περιγράψω,
Μάταιο και να σε φωτογραφίσω για να κρατήσω τη μορφή σου ως απόδειξη.
Φωτογραφίζω οτιδήποτε τραντάχτηκε απ’ το αεράκι που σήκωσε η φούστα σου στο πέρασμά σου και που πριν ήταν αόρατο,
για να σε κάνω να δεις
πως αυτό είναι ο έρωτας για μένα: ό, τι κοίταξες εσύ και το μεταμόρφωσες σε τέχνη.