Πικρός ο καφές μου και η θλίψη της πλέον πλανιέται στα ντουβάρια.
Άλλοτε σκέφτεται εκείνον, άλλοτε το αφεντικό της στην δουλειά που πλέον μόνο μίσος την γεμίζει, αφού της επιβάλλεται.
Άλλοτε σκέφτεται τι θα μαγειρέψει κι άλλοτε τρόπους αυτοκτονίας.
Η απαίσια μυρωδιά της πόλης παίρνει αόρατη μορφή στο διαμέρισμά της.
Και συγκατοικούνε.
Τα τσιγάρα της λιγοστεύουν μα το σταχτοδοχείο είναι γεμάτο.
Τελείωσε ο πικρός καφές.
Ένα μπουκάλι αλκοόλ και μερικά χάπια είναι αρκετά.
Ο καλύτερος φίλος της μοναξιάς, ο καλύτερός της φίλος.
Έπειτα ο πονοκέφαλος που ανελέητα της τυραννάει το κεφάλι.
Έπειτα το τρέμουλο που όσο αγχώνεται, τόσο επιμένει στο κορμί της.
Τα χάπια τώρα σκόρπισαν στο πάτωμα και το κορμί της τώρα ησύχασε.
Άραγε η καρδιά της και το μυαλό της;
Ο ήχος της καμπάνας είναι πένθιμος τώρα.
Το γλυκό της χαμόγελο η απόδειξη του τέλους.
Το πένθος της μητέρας της σιωπηλό, όπως ήταν κι εκείνη.
Σιωπηλή.
Τώρα το διαμέρισμα της άδειασε και τα ντουβάρια πήραν χρώμα λευκό.
Η μυρωδιά διαπέρασε τα παράθυρα.
Η θλίψη, όμως, παρέμεινε στο εξής να πλανιέται στα ντουβάρια.
Το πάτωμα σαν να «κατάπιε» τα χάπια.
Το χαμόγελο της έμεινε να θυμίζει το τέλος.






