Δε με χώραγε το σανίδι στο πολυκαιρισμένο ξύλινο πάτωμα του δωματίου μας, την παραμονή του ταξιδιού μας για το χωριό. Η μάνα μάς έστρωνε να κοιμηθούμε κατάχαμα, μπροστά στο μπαλκόνι, για να κλέψουμε λίγη δροσιά, εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια της παιδικής μας ηλικίας.
Σχεδόν ξαγρυπνούσα για να μετράω τις ανάσες των γονιών μου στο διπλανό δωμάτιο, τα άβολα στριφογυρίσματα της αδελφής μου, το τικ τακ του μεγάλου ρολογιού στον διάδρομο και νιώθοντας τις βαλίτσες έτοιμες, δίπλα στην εξώπορτα, μπορεί και να γλάρωνα για λίγο. Το πιο όμορφο ξημέρωμα θαρρώ ήταν εκείνο. Ακόμα αχνοφαίνονταν το φεγγάρι στον πρωινό ουρανό, όταν άκουγα τον πατέρα να σηκώνεται.
Τοποθετούσε με επιδέξιες κινήσεις τα πράγματα στην καρότσα του κόκκινου Datsun, ασπρισμένη από τα γύψινα της δουλειάς του και μετά ο καθένας έπαιρνε τη θέση του στο μπροστινό κάθισμα. Εκείνος στο τιμόνι, πλάι του η μάνα, μετά η αδελφή μου και εγώ δίπλα στην πόρτα.
Τέσσερα άτομα, μία οικογένεια, μία αγκαλιά, τόσο ασφυκτικά στριμωγμένοι που ούτε μία τρίχα μας δεν μπορούσε να κουνηθεί, αν το θέλαμε.
Μόλις χάραζε για τα καλά βρισκόμασταν ήδη στα πρώτα διόδια Αθηνών- Λαμίας και ρουφούσαμε ευτυχισμένοι το φως του ήλιου μέσα από τις συστάδες των δέντρων.
Τα παράθυρα ανοιχτά, σαν φυσικό air-condition, έφερναν τον ζεστό αέρα πάνω μας μαζί με τον καπνό του 22 μπλε μαλακό που ήταν ο αχώριστος σύντροφος του πατέρα. Τα τσιγάρα του και οι κασέτες του Καζαντζίδη. Στον δρόμο είχε πάντα φυλαγμένη μια ιστορία να διηγηθεί για να ευφρανθεί η ψυχή του από το γέλιο μας και εμείς ξεκαρδιζόμασταν για να του κάνουμε το χατίρι. Σχολίαζε πάντα τη στάθμη της λίμνης Υλίκης, που ήταν η πρώτη μας στάση, ανάλογα με τις βροχές που είχαμε. Η δεύτερη για τουαλέτα και ξεμούδιασμα στου Λεβέντη, και μετά ο Δομοκός, αργός, στριφογυριστός, έφερνε ζάλη και αναγούλα και ο πατέρας έδινε το σύνθημα να κλείσουμε τα μάτια, αλλά ακόμα κι έτσι ξέραμε απ΄ έξω κάθε σπιθαμή. Τελευταία στάση για κερί στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, για να εκπληρώσουμε το τάμα της μάνας και μετά οι κατηφόρες. Τα αγριοπούρναρα δεξιά και αριστερά μύριζαν χωριό και αρχίζαμε να μετράμε αντίστροφα.
Όσες φορές κι αν έκανα αυτή τη διαδρομή, από τότε που έφυγες πατέρα, πάντα θα μου λείπει αφόρητα η φωνή σου να σιγοντάρει τον Καζαντζίδη, το χνώτο του καπνού σου, τα ηλιοκαμένα χέρια σου πάνω στο τιμόνι, η χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου για το ολότελα δικό μας οικογενειακό ταξίδι.