ΓΡΑΦΕΙΝ

Ποδόσφαιρο

«Παίζω ποδόσφαιρο χρόνια. Μόλις πήρα μεταγραφή. Ντάξει καλή ομάδα και ο πρόεδρος δίνει φράγκα. Μη φανταστείς, όταν λέω φράγκα, εννοώ μερικά χιλιάρικα, έτσι; Δεν είμαστε και Α΄ Εθνική. Ντάξει εμένα, ρε παιδί μου, με κόβει. Ξέρω τι είμαι. Δεν πάω όπως κάτι άλλοι να δείξω ότι είμαι Ρονάλντο». Ήταν το πρώτο ραντεβού της Μαίρης και του Σέργιου. Εκείνος είχε επιμείνει να πάνε στην καφετέρια που δούλευε καναδυό φορές την εβδομάδα για να βγάζει κάτι έξτρα. Δε σταματούσε να μιλάει. Μπορεί να είναι αγχωμένος, σκέφτηκε η Μαίρη. Δεν πήγε το μυαλό της ότι ίσως έτσι ήταν ο χαρακτήρας του.

«Άσε που μόλις μπαίνουμε στο γήπεδο κάθονται και χαζεύουν. Εγώ τουλάχιστον ξέρω τι σημαίνει ιδρώνω τη φανέλα. Ιδρώνω τη φανέλα πάει να πει τρέχω, πάει να πει είμαι πιο γρήγορος από τους μπουνταλάδες, τα κλαδευτήρια που βγαίνουν μπροστά μου. Πάει να πει μασάω την τσίχλα μου και σκέφτομαι πώς να τους τη φέρω, κατάλαβες;» Η Μαίρη ένευσε με το κεφάλι κι άνοιξε το στόμα να τον ρωτήσει κάτι ∙ εκείνος, αδιαφορώντας για την προσπάθειά της να μιλήσει, συνέχισε: «τους βλέπεις τους βλάκες. Μόλις τους κάνεις ένα κόλπο κάνουν χάζι. Πέφτουν κάτω σα ζαλισμένοι κι έρχονται και σου λένε: μη με χτυπήσεις, φίλε. Σιγά τους λέω. Σιγά τα αίματα, ρε μεγάλε».

Στη Μαίρη δεν άρεσε το ποδόσφαιρο. Ένα διάστημα στο γυμνάσιο είχε δοκιμάσει να παρακολουθήσει αγώνες για να πλησιάσει ένα αγόρι που της άρεσε, να τον εντυπωσιάσει. Όμως, δεν τα είχε καταφέρει κι έκτοτε σιχαινόταν ακόμα και τα άρθρα για αθλητές που έβγαιναν στην αρχική της σελίδα στο Facebook.

«Ο άλλος δεν καταλαβαίνει. Το ποδόσφαιρο είναι πόνος. Σου δίνει μια ο άλλος να έτσι με τον αγκώνα, ούτε που το βλέπει ο διαιτητής. Εσύ πεθαίνεις από μέσα σου. Λες: θα παίξω. Βγαίνεις λίγο στον πάγκο να ξεζαλιστείς, να πάρεις αέρα, τρελαίνεσαι, ξαναμπαίνεις. Πονάς. Έρχεται ο προπονητής, σου δίνει μια σκουντιά στην πλάτη. Έρχονται οι συμπαίκτες, σε χτυπάνε στον ώμο, σου λένε: παίξε. Στο λένε, γιατί ξέρουν ότι θα παίξεις. Αυτοί βαριούνται. Και λες: δεν πάτε όλοι στα κομμάτια; Θα σας τσακίσω, θα πείτε το Χριστό φαντάρο, αρκεί να βάλω ένα γκολ. Ένα γκολάκι μόνο θέλω».

Η Μαίρη δεν είχε κάτι να προσθέσει σ’ αυτό ούτε κι έβρισκε κάποιο τρόπο να πει ότι συμπάσχει ή ότι είχε αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο. Ο Σέργιος άφησε το ποτήρι με τη μπύρα του πάνω στο τραπέζι και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα χωρίς να της πει πού πήγαινε. Έτσι έκανε συνήθως. Στο διπλανό τραπέζι κάτι μεσήλικες παρακολουθούσαν έναν αγώνα του ελληνικού πρωταθλήματος, που τελείωνε. «Άντε το πήρατε, ρε», είπε ένας φίλαθλος σ’ έναν άλλο. «Αυτά για φέτος».

Η Μαίρη κοίταξε για λίγο την τηλεόραση χωρίς να παρακολουθεί. Δεν ήξερε ποιος κέρδιζε.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.6 / 5. Σύνολο ψήφων: 9

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Μαρία Γώγογλου

Γεννήθηκε το 1989 στο Χολαργό Αττικής. Αποφοίτησε από το τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας το 2011 και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Διδακτική της Αγγλικής ως Ξένης Γλώσσας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο το 2021. Το διήγημά της «Απώλειες Σεισμού» συμμετείχε στον τόμο Κάποτε στην Ελλάδα: συλλογικός τόμος ιστορικού διηγήματος 1900-1930 που δημοσίευσε ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης. Διηγήματα, ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

error: www.grafein.gr