Τώρα που κούρνιασαν οι σκιές στα αρμυρίκια και τις γαζίες της παραλίας, στο τραπεζάκι που ΄βλεπε το μόλο, ήταν ένας χλωμός, σαν φλουρί, άντρας. Σε ανά τακτά διαστήματα, κοίταζε τα κρεμαστά φωτάκια απ’ τα κατάρτια, κι όλο τα χείλη σχημάτιζαν «Κ.. λ… ε..και… » κι όλο ανέβαινε, στα όλο πίσσα μάτια του, κείνο το σούρουπο. Πιτσιρίκι ακόμη, έσουρνε με τ΄ αδέρφι του το δέντρο με τα λαμπιόνια. Μα λίγο το βοριαδάκι, λίγο η φαημένη σόλα του παπουτσιού, παραπάτησε, πανικοβλήθηκε και στολίστηκε αυτός τα λαμπάκια˙ χαχανηστά τ΄αδέλφι του τραγούδαγε «Αστρο φωτεινό, μήνυμα φέρει…» όσο αυτός έσμιγε τα φρύδια απ’ την παγωμάρα της θάλασσας. Στο παγερό «κλείνουμε» του μπαρίστα, άρθρωσε με στραφταλισμένη θωριά «Κλεόβουλε…αδέρφι…». Μήτε κι απόψε έσβησε ο φλοίσβος το χνάρια κείνου του δεκαπεντάχρονου αγοριού του ’74.