Σαν το λεωφορείο πήρε την οδό Κένεντι, ριπές φωτός, σε ανύποπτο χρόνο, τόνιζαν του πράσινους ιριδισμούς στη θωριά του. Κι όμως, μήτε το βλέμμα, μήτε τα ωχρά χείλη, μου τράβηξαν την προσοχή. Όχι, ήταν τα δάκτυλα γύρω απ’ τη ζώνη του παλτού, μαρμάρινα απ’ την παγωνιά-η κίτρινη προειδοποίηση σε ισχύ- που βάσταγαν. Δεν έσφιγγαν, ίσα, ίσα, που το μικρό δακτυλάκι έτσι μετέωρο, αμφέβαλε για όλους κι όλα. θαρρούσες πως ήταν συγκροτημένος, μέχρι που το πιτσιρίκι, στο απέναντι κάθισμα, ζωγράφισε, στο παραθύρι, έναν ήλιο. Πολυάχτιδο, ολόγελο, ολοστρόγγυλο με τα ζουμπουρλά δακτυλάκια˙ σαν και τα δικά του μια φορά.
Έτσι με τα τοσοδούλικα χεράκια του βάσταξε τα ματσικόριδα στην κηδεία του παππού το ’84. Δεν τον πρόκαμε στη Γιαλούσα. Όσο κι αν παρακάλεγε, προσευκότανε, πριν πέσει για ύπνο, χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Την πίκρα για το σπίτι που το χάλασε η οβίδα, ο καημός για τον εγκλωβισμένο αδελφό, το μαράζι της προφσυγιάς˙ οι γιατροί, στη Λευκωσία, τ΄απέδωσαν σε βροχοπνευμονία. Μες στα χελωνοπέτσινα χέρια, απ’ το σφυρί και την πρόκα, ξανάσφιξε τα ματσικόριδα σαν στεφανώθηκε την Μαρίνα κι αργότερα σαν πρωτοπήγε σκολειό ο Μιχαλάκης˙ η συνέχεια του, του παππού η ανασεμιά. Με μια βαθιά ανασεμιά κοίταξε την μητέρα, που πάσκιζε να του ισιώσει το κασκόλ ενώ σιγόψελνε «θα φέρει θάλασσα πουλιά…».