Νωρίς το απόγευμα, μπρος στο παγκάκι της εισόδου του λυκείου, οι δυο συμμαθήτριες αρχίνησαν την ανάγνωση του τραγικού έργου. Πυκνότερες οι πρόβες, αφού κοντοζυγώνανε οι εκδηλώσεις της μνήμη του θεόπνευστου ποιητή.
Μα στην κορύφωση της τραγικής σκηνής η Ρένα, δεν έσμιξε τα φρύδια, δε σφάλισε σφικτά τα μάτια και ένα δάκρυ δεν δραπέτευσε. Όχι, πίεσε τα ωχρά, σαν ροδοπέταλα, στ’ αγιάζι, χείλια με τα ακροδάχτυλα, ξέπλεξε τα φρύδια, αναβλεφάρισε και κοίταξε μπροστά. Όλο θάμπος και γαλήνη. Μήτε γουρλώνοντας, μήτε μικραίνοντας τα μάτια. Συνάμα, επάργυρο φωτοστέφανο τα ανεμισμένα της μαλλιά στο φως του προβολέα, που σήμανε περασμένες εφτά. Πάνε εφτά χρόνια που ΄χασε τη μάνα της, την αρχή της, την καταφυγή της. Εφτά τώρα, υπό την προστασία της θείας Χριστοθέας –στην επαρχία να δεις τι τεντωμένα που ΄ναι τα σκοινιά Προμηθέα- πάνε εφτά χρόνια που πηγαινοέρχεται Φτερικούδι-Στρόβολο ο πατέρας κάνοντας κουτσοδουλειά. Αντίκρυ, στο γιαπί, οι τελευταίοι εργάτες συγύριζαν τις μπατανόβουρτσες. Αύριο πάλι και οι συμμαθήτριες, θα μοίραζαν το κολατσιό στο διάλλειμα και θα αντέγραφαν, κρυφά, απ’ τον Γιάννη τις λύσεις στα μαθηματικά προβλήματα.