Τη θυμάμαι πάντα πίσω από μία κουρτίνα.
Τη διακατείχε μια ακατάσχετη περιέργεια, που όλοι την αποδέχονταν ως ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα της, εκτός βέβαια από την ίδια, να περνάει ώρες πίσω από μια κουρτίνα και να περιπλανιέται με ευχαρίστηση μελετώντας τους περαστικούς. Σα μια τεράστια κλειδαρότρυπα η κουρτίνα. Ή μια δικλείδα ασφαλείας. Την καθήλωνε ακίνητη να παρακολουθεί περαστικούς, γνωστούς και άγνωστους. Κοίταζε χωρίς να την καταλάβουν. Παρακολουθούσε τον βηματισμό τους και τα ρούχα τους μα πιο πολύ επικεντρωνόταν στα πρόσωπα και στις εκφράσεις των συναισθημάτων. Μέσα από αυτά τα φευγαλέα στιγμιότυπα της άρεσε να κάνει περίπλοκους συνδυασμούς, αφαιρέσεις, γενικεύσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα ή μάλλον καλύτερα σε αξιώματα. Αξιώματα για τον τρόπο ζωής, τις ενδυματολογικές επιλογές, το βάδισμα και σαφώς για τα εσώψυχα.
Γιατί ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της η κυρία με τη χρωματιστή ομπρέλα και τις ψηλοτάκουνες μπότες; Σίγουρα κάτι παίζει, πού πάει με αυτόν τον καιρό; Κι ο Κωστής τρέχει να προλάβει το φροντιστήριο, άργησε πάλι, κάπου έχει μπλέξει. Να η κυρά-Λενιώ, δεν τη βαστούν τα γόνατά της, αλλά τη βόλτα δεν τη χάνει. Αυτός ο άντρας εκεί με το μικρό στο καρότσι, πώς κάνει έτσι, μόνο αυτός έχει παιδί; Κι ένας μεσήλικας κύριος με γκρίζα, απεριποίητα μαλλιά και φθαρμένο μπουφάν, μα πώς τον έχει έτσι η γυναίκα του; Κι άλλα τέτοια. Και πάντα –το αγαπημένο της – προέβλεπε βροχή που έφτανε μέχρι τον κατακλυσμό, αν και ο καιρός ήταν ηλιόλουστος. Και λιακάδα, παρόλο που είχε συννεφιά ή ψιλόβροχο αψηφώντας κάθε πρόγνωση. Ενδιαφέρονταν για τα πάντα, και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να πιαστεί εξ απροόπτου ανενημέρωτη.
Ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα ενδιαφέρον και πολύ ιδιαίτερο, με ξανθά μαλλιά που ο χειμώνας είχε γκριζάρει πρόωρα. Στα στοχαστικά, γκριζογάλανα μάτια της έμοιαζε η θάλασσα να έχει ξεπλύνει τα λερωμένα της. Φορούσε πάντα ρούχα σκουρόχρωμα, έτσι για να ταιριάζουν με τα εσώψυχα της, και ας μη το παραδεχόταν. Το σώμα της σκυφτό – προβλήματα στη μέση της έλεγε – αλλά είχε σημάδια από τα πετροβολήματα της ζωής. Σπάνια κοιμόταν τις νύχτες, δεν την άφηναν οι πληγές της. Σχεδόν δε γελούσε, μόνο χαμογελούσε σφίγγοντας τα δόντια, σα να ήθελε να κρατήσει τις ισορροπίες. Δυσανάγνωστο πρόσωπο. Και πάντα δωρική στις αγκαλιές, στα χάδια, στα φιλιά, στις εκφράσεις. Ώρες ώρες σιωπηλή, τόση σιωπή που σου τρυπούσε το τύμπανο. Άλλοτε πάλι της έφταιγαν όλα. Η δουλειά, οι γείτονες, οι συγγενείς, η ποιότητα ζωής και πάει λέγοντας. Τότε ήταν που έβρισκε παρηγοριά σε εσωτερικές αναζητήσεις, σε βιβλία ψυχολογίας και οπωσδήποτε στον αγαπημένο της ιερέα, ευελπιστώντας σε μια λυτρωτική κουβέντα, μήπως και δώσει λύση σ’ εκείνα που την κατέτρωγαν.
Τη θυμάμαι πάντα πίσω από μια κουρτίνα.
Δεν ήταν ότι δεν έκανε τίποτα άλλο στη ζωή της. Περιπλανήθηκε σε δρόμους δακρύων, περπάτησε πάνω σε προβλήματα, ξεροστάλιασε με την προσμονή και την υπομονή, αποξεχάστηκε σε μακρινούς ορίζοντες. Χάρηκε, λίγα μόνο γραμμάρια χαράς, ονειρεύτηκε, σε μικρές μόνο δόσεις, έζησε, όχι όμως όσα άξιζε. Χαρά και λύπη δεν ήταν ισόποσα μοιρασμένα. Φαίνεται πως όταν έβρεχε δάκρυα, δεν είχε ομπρέλα να ανοίξει. Ένα βάρος κουβαλούσε συνεχώς. Ένα βάρος γεμάτο με «πρέπει» που την προίκισαν από τότε που είχε ανέμελες κοτσίδες και αθώο βλέμμα. Και αυτό το βάρος όλο την τσάκιζε, και την τσάκιζε, κι έγερνε… κι όλο λιγόστευε…
Έπρεπε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, να αγοράσει σπίτι, αυτοκίνητο, να σπουδάσει τα παιδιά, να τα παντρέψει, να… να… να… Να καταχωνιάσει βαθιά τα «θέλω» της, να ξεριζώσει τις επιθυμίες της, να συμβιβαστεί με μια παγιδευμένη ζωή, γιατί οι άλλοι δεν ξέρανε από βαθύτερες σκέψεις, από στόχους, συναισθήματα, ελπίδες. Δεν ξέρανε από ουράνια τόξα που σε καλούν σε μεθυστικά πάρτι χρωμάτων. Κι εκείνη υποτάχτηκε και παρέδωσε τα όπλα! Μια ζωή σκορπιζόταν στους άλλους χωρίς δεύτερες σκέψεις και δισταγμούς. Στροβιλίστηκε στη δίνη τους, παγιδεύτηκε στα θέλω τους, εγκλωβίστηκε στα μεγέθη τους. Παραδόθηκε αδιαπραγμάτευτα στις σιωπές. Αυτό πίστευε, αυτό έκανε. Τους άφησε να τη φορτώνουν, κι όλο λύγιζε, μέχρι που έσκυψε και υποκρινόταν μια ευτυχία που γινόταν θηλιά στο λαιμό, έτοιμη να την πνίξει. Δεν ήξερε όμως ότι δεν αρκεί να θέλεις μόνο, πρέπει να έχεις και τα κότσια να παλέψεις για τα θέλω σου. Κι αυτή δεν τα είχε.
Είχε όμως μια ιδιαίτερη προσέγγιση στα πράγματα. Ένα προνόμιο που λίγοι θα καταλάβαιναν. Ήθελε να γνωρίζει το τέλος των πραγμάτων. Άκουγε μια είδηση στις ειδήσεις και ευθύς έδινε την απάντηση, τι είχε συμβεί ή τι θα συμβεί στο τέλος, χωρίς να την ενδιαφέρει πώς ξεκίνησε ή τι επακολούθησε. Το ίδιο συνέβαινε με τις ταινίες, ήθελε πρώτα να γνωρίζει το τέλος. Ξεκινούσε έπειτα μια χαώδη περιπλάνηση σε υποθέσεις και συνειρμούς, άνοιγε πόρτες και παράθυρα στις λέξεις, στα σχήματα, στα μεγέθη και είχε την αρχή που επιθυμούσε, αυτήν που πίστευε ότι ίσχυε. Έκανε μια τόσο εμπεριστατωμένη αναζήτηση που αφομοίωνε κάθε λεπτομέρεια πριν προχωρήσει στην επόμενη αναζήτηση. Το τέλος ήταν κάτι σαν μια αφορμή να πυροδοτηθεί η έναρξη των πραγμάτων, να ανοίξει ένας δρόμος που θα οδηγούσε τα πράγματα εκεί που έπρεπε, στο ξεκίνημα που τους άξιζε. Αυτές οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις με τη λογική της ήταν σα να την απελευθέρωναν, σα να διαχώριζαν τον ένα της εαυτό από τον άλλο. Ίσως έτσι να έστηνε καρτέρι στις πιο βαθιές της σκέψεις, έναν κυκλικό χορό για να παγιδεύσει τους δαίμονες της. Μα πώς; Αφού ξοδεύτηκε στα πρέπει δίχως την παραμικρή αντίσταση.
Πάνε χρόνια που έβλεπε τον κόσμο σχεδόν μόνο πίσω από το παράθυρο του δωματίου της. Ενώ έξω όλα συνέχιζαν να κινούνται σε ένα αδιάκοπο πηγαινέλα ζωών, χρωμάτων, εναλλαγών, το σώμα της βρισκόταν εγκλωβισμένο σε ονειρικές διαδρομές επίπονες και απρόβλεπτες. Μα πώς να εγκλωβίσεις το μυαλό που ψάχνει αφορμές να σκαλίσει τη μνήμη, να χαθεί σε σκέψεις, να δημιουργήσει σενάρια; Όταν ξαφνικά ξεπήδησε κάτι αναπάντεχο στις ζωές όλων, κάτι εκτός σχεδίου, αυτός ο παράξενος ιός, αιχμαλωτίστηκε αβίαστα μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης ρουφώντας λαίμαργα κάθε καινούριο νέο που αφορούσε νεκρούς, διασωληνωμένους και νοσούντες, πρόστιμα, νέα μέτρα, απώλεια της κανονικότητας, φαινόμενα των καιρών, λοιμωξιολόγοι, ιολόγοι, ομάδα υψηλού κινδύνου, υποκείμενα νοσήματα, απόσταση ασφαλείας –αυτό πολύ της άρεσε- το επερχόμενο τέλος και όλα αυτά που δίνουν τροφή στη φαντασία. Μπερδεμένες λέξεις, μπερδεμένες σκέψεις. Ένας λαβύρινθος. Πόσο οξύμωρο όταν την περίοδο της πανδημίας κοίταζε έξω, με μάτια θλιμμένα αλλά με διάχυτη μια μικρή σπίθα επιθυμίας να βγει έξω, να ψάξει όλους αυτούς που δεν περνούσαν πια από το παράθυρό της, να απολαύσει μια δόση ελευθερίας ίσως μοιραίας. Λες και όλη η υπόλοιπη ζωή της ήταν μια ανθισμένη άνοιξη που ξεδίπλωνε μυρωδιές και χρώματα και απλά η καραντίνα την είχε κλειδώσει στο συρτάρι. Πόσο μπροστά ήταν! Αυτή ζούσε τη δική της προσωπική καραντίνα και την όρισε η ίδια και καμιά πανδημία.
Η κουρτίνα βρισκόταν εκεί σαν να την περίμενε καρτερικά… Ίσως κάποια στιγμή και να της επιφύλασσε μια έκπληξη. Όμως ήταν και στιγμές που τίποτα δεν είχε σημασία. Τίποτα. Ούτε καν η ίδια η κουρτίνα που γέμιζε με οξυγόνο τα κύτταρα του οργανισμού της. Χρόνια σκέψεων, παρατηρήσεων, αμφιβολιών και σίγουρα ενοχών φαίνεται να κατέληγαν σε μια παραδοχή: πώς θα ήταν αν ζούσε; Δεν ήξερε ότι οι άνθρωποι, ραγίζουν, σπάνε σε αμέτρητα κομμάτια στο πέρασμα του χρόνου, αλλά ξανασηκώνονται, προχωράνε, συνεχίζουν. Ίσως και να μην ήθελε να το παραδεχτεί. Της έλειπε η αλήθεια και δεν μπόρεσε να την μαντέψει, έτσι καταπλακωμένη από την πεζή πραγματικότητα και τις ευθύνες καθώς ήταν. Πολλές φορές κοιτούσε πέρα από την κουρτίνα παρακάμπτοντας το προφανές σα να στόχευε πέρα από ανθρώπους, πίσω από πολυκατοικίες, ελπίζοντας ίσως σε κάποιο γεγονός. Έμοιαζε να είχε αποφασίσει να αποστασιοποιηθεί από όλους, να ξεγλιστρήσει αθόρυβα. Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως ηθελημένα χάθηκε σε ριψοκίνδυνες βουτιές. Μήπως ηθελημένα στέκονταν ακίνητη παρατηρώντας τους άλλους στην προσπάθειά της να συνδέσει τον κατακερματισμένο της εαυτό. Κάτι σαν μια ελπίδα διαφυγής, απόδραση από τη ζωή. Οι αποδράσεις όμως θέλουν αλλαγές και πρέπει να είσαι αποφασισμένος να τις πραγματοποιήσεις.
Και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ή παράξενο που πέρα από το να βρίσκεται πίσω από μια κουρτίνα και να παρατηρεί φευγαλέες στιγμές ζωής, επιδιδόταν με ιδιαίτερο ζήλο στην ανάγνωση των κηδειόχαρτων. Εξοικειωμένη με τη θνητότητα μέσα από τα κηδειόχαρτα έβλεπε να ξεδιπλώνονται ζωές, συναισθήματα, ίντριγκες, πάθη. Υποθετικά σενάρια ανθρώπων που θρηνούσαν, μανάδων που σπάραζαν – και ήταν ικανή να στήσει μια επικήδεια θρηνητική παράσταση με μια σημειολογία που θα ζήλευε και η ανθρωπολογική έρευνα. Ή ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, όπου η ίδια είχε ρόλο κομπάρσου.
Τη θυμάμαι πάντα πίσω από μια κουρτίνα.
Εκεί της άρεσε να καταθέτει τις σκέψεις της, τα συναισθήματά της, όλη τη ζωή, πίσω από μια κουρτίνα. Καιροφυλακτούν οι θύμησες, έτοιμες να σε γραπώσουν, φέρνουν αντάρα, κλωθογυρίζουν το είναι σου, ενοχλούν τις σιωπές σου, στοιχειώνουν τα βράδια σου. Δεν ξεχνιέται η μνήμη, δε γερνάει ο πόνος. Υπάρχουν για πάντα, κουλουριάζονται στην ψυχή σου διατηρώντας το δικαίωμα να επιβάλουν τους δικούς τους όρους. Άραγε η αποπνικτική υγρασία που πολλές φορές καλύπτει τις ξηρές αλήθειες του παρελθόντος, άφηνε στη θύμησή της ξεκάθαρες γραμμές; Μήπως στο μυαλό της περνούσαν μόνο κακοσχηματισμένα σκίτσα, δαγκωμένα και ξεσκισμένα από τον καιρό; Επανάληψη ενός αέναου κύκλου; Και ήταν η κουρτίνα το εξιλαστήριο θύμα της κακοτυχίας της; Μια προσπάθεια να κρατήσει ό,τι μπορέσει; Ή μια διασκεδαστική περιπλάνηση σε δόσεις ευτυχίας που δε γεύτηκε;
Τελευταία φορά τη θυμάμαι ασάλευτη και σιωπηλή να φοράει τη μάσκα και τα γάντια της, πριν ακουμπήσει την κουρτίνα. Σα να μη μπορούσε να πάει πίσω η σκέψη της. Αλλά ούτε και μπροστά. Η κουρτίνα την είχε απορροφήσει…