Ομολογώ ότι συγκλονίστηκα με την όμορφη ιστορία της Ελένης. Είναι κατάθεση ψυχής και με ταξίδεψε στο χρόνο, πιο γρήγορα κι από την πιο φανταχτερή χρονομηχανή που πιθανόν να έχετε δει, στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Η διέγερση του μυαλού και η ανάκληση των εικόνων που προκαλεί ένα μικρό κείμενο αγάπης, επιδρά με έναν μοναδικό βιοχημικό τρόπο στα κέντρα του εγκεφάλου μας. Ένα μειδίαμα συμπληρώνει την εικόνα των υγρών ματιών μου. Δεν είναι λύπη, δεν είναι χαρά. Είναι η αντίδραση στο νόστο της αυθεντικότητας των παιδικών μας χρόνων. Πριν ακόμα γίνουμε πονηροί και καχύποπτοι αναγκαστικά.
Καταλαβαίνω την αλλαγή που συμβαίνει στην κοινωνία. Η ποδιά είχε μία άλλη χρησιμότητα. Ήταν στολή. Στολή σημαίνει κανόνες και πειθαρχία. Απομεινάρι της δικτατορίας; Απομεινάρι άλλων αντιλήψεων;
Δεν έχει σημασία. Τα παιδιά ήθελαν να απαλλαγούν. Όχι όμως και οι γονείς, που γαλουχήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν με την εικόνα της μπλε ποδιάς. Ήταν μεν ακριβή, αλλά το ισοζύγιο με τα πολλά ρούχα των μαθητών ήταν υπέρ της. Κι ας έπλενε η μάνα τακτικά. Κι ας έβαζε λουλάκι στον γιακά που στα κορίτσια ήταν δαντέλα της γιαγιάς.
Η ποδιά από μακριά σε ομαδοποιούσε. Δεν ήσουν πλούσιος ή φτωχός. Από κοντά μόνο φαίνονταν η διαφορά. Τσεκλένης εσύ, φτήνια εγώ. Όπως και να είχε όμως, η μπλε ομογενοποιημένη περιβολή, άμβλυνε τις διαφορές. Στο τέλος, ήταν όλοι μαθητές και υπάκουαν τους εκπαιδευτικούς.
Οι γονείς μου την ήθελαν κι ας είχε καταργηθεί πριν πάω σχολείο. Ήμασταν μία φτωχή οικογένεια και η ποδιά θα ήταν σωτήρια για τα έξοδα του σπιτιού. Κυρίως όμως εστίαζαν στον ψυχισμό μου. Δεν θα αισθανόμουν μειονεκτικά ποτέ. Φορούσα ένα άσπρο υποκάμισο, μία μπλε καζάκα και ένα μπλε Μοντγκόμερι, χαρισμένο κι αυτό. Τι διαφορά είχε το ίδιο καθημερινό ντύσιμο με την ποδιά; Κι όμως είχε. Φορούσα κάθε μέρα τα ίδια ρούχα ενώ τα άλλα παιδιά είχαν επιλογές. Ήταν εύκολο να με εντοπίσεις στο προαύλιο. Δεν χρειαζόταν να θυμάσαι το πρόσωπο με τις φακίδες κάτω από το ένα μάτι και τα κατάξανθα μαλλιά. Έψαχνες απλά τη μπλε καζάκα και το μπλε παλτουδάκι. Είχα γίνει στόχος των συμμαθητών μου για την απαράλλαχτη καθημερινή εικόνα μου. Είχα δεχθεί ερωτήματα για την μόνιμη ενδυμασία μου, τα οποία κατασκεύασαν με μαεστρία ένα σύνδρομο κατωτερότητας.
Κι όμως, πέρασαν τα χρόνια, ξέχασα τα πειράγματα, απέκτησα χρήματα και κατέληξα να φοράω πάλι μπλε. Έχω δέκα ταγιέρ σε αποχρώσεις του μπλε, παραγγελία σε ράφτη με τα ακριβότερα υφάσματα. Μπλε γόβες, μπλε τσάντα, άσπρο υποκάμισο με τα αρχικά μου στα Ελληνικά με μπλε κλωστή και μεταξωτά φουλάρια που κυριαρχεί το γαλάζιο. Είναι η στολή μου, είναι η ποδιά μου όταν ασκώ το λειτούργημά μου και αρέσει πάρα πολύ. Το δικό μου μπλε, που δεν ήθελε κανείς, με κάνει να ξεχωρίζω πια. Όταν βλέπουν μπλε στους διαδρόμους της εργασίας μου, ξέρουν ότι είμαι εγώ. Επέβαλα το μπλε, ως χρώμα της αριστείας, της επιστήμης, της εργατικότητας και της προσωπικότητάς μου. Το μπλε περιτύλιγμα του ανθρώπου, δεν τον περιορίζει. Στην αίθουσα όλοι φορούσαν μπλε. Δεν είχαν όλοι τις ίδιες επιδόσεις στα μαθήματα. Η προσωπικότητα θα βρει τρόπο, όπως το αεικίνητο ύδωρ του ποταμού, να φτάσει στον τελικό προορισμό της.
Δεν ευθύνεται το χρώμα.
Δεν ευθύνεται η φτώχεια.
Διαπιστώνω όμως ότι ευθύνεται η διαταγή να φοράς στολή, όσο όμορφη κι αν σε δείχνει.
Όμως, η ελεύθερη βούληση θα σε οδηγήσει ξανά στο αγαπημένο μας μπλε, που είναι γραμμένο βαθιά στην ψυχή μας, με έναν μοναδικό, ανεξήγητο και ανεξίτηλο τρόπο.
Το γαλάζιο μας χρώμα είναι το χρώμα του καθαρού ουρανού και της θάλασσας της Ελλάδας.
Μου λείπει η Ελλάδα που αγαπώ και γι αυτό την φοράω.
Γι’ αυτό, όταν με ρωτούν για τις καταβολές μου απαντώ:
Είμαι Ελληνίδα, γεννημένη στην Θεσσαλονίκη…






