Το φθινόπωρο κατέφθασε στο μικρό χωριό της ορεινής Μακεδονίας βάφοντας το τοπίο με αποχρώσεις χρυσού και κεχριμπαριού. Τα φύλλα έπεφταν σαν κομφετί από τα δέντρα και ο αέρας έφερνε μια απαλή δροσιά. Σε αυτό το μικρό ορεινό χωριό και ανάμεσα σε αυτή τη συμφωνία χρωμάτων του φθινοπώρου ζούσε μια έφηβη κοπέλα, η Ελίζα.
Η ζωή της χαρακτηριζόταν από άπειρα σκαμπανεβάσματα. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν ακόμη βρέφος και η μητέρα της, που υπέφερε από επιλόχειο κατάθλιψη, εγκατέλειψε την ίδια και τον πατέρα της και κατέφυγε σε κάποιο νησί. Αυτό το κομμάτι της ζωής της το γνώριζαν όλοι στο χωριό.
Το κομμάτι του εαυτού της που δεν είχε μοιραστεί με κανέναν, το κομμάτι εκείνο που κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτό της, ήταν η αδυναμία της στα νεκροταφεία. Λίγο η ντροπή του τι θα πει ο κόσμος και λίγο η αντίληψη ότι τα κοιμητήρια δεν ήταν χώρος για περίπατο και χαλάρωση, την έκαναν να το κρατήσει μυστικό. Ο χώρος των κοιμητηρίων ήταν για αυτή ένας ηρεμιστικός παράδεισος και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να της το στερήσει.
Ένα ήπιο, μελαγχολικό απόγευμα περιπλανιόταν στο νεκροταφείο του χωριού. Η σκέψη γύρω από τη ζωή των ενοίκων των τάφων, των οποίων τα μάρμαρα είχαν πια σπάσει σε κάποια σημεία και έφεραν σημάδια γκρίζα και μαύρα από την εγκατάλειψη και το πέρασμα των χρόνων, ηρεμούσε τη σκέψη της και τη βοηθούσε να συγκεντρωθεί και να ηρεμήσει. Κάθε πλάκα μαρμάρου, κάθε καντηλάκι, κάθε φωτογραφία έφεραν ιστορίες που είχαν χαθεί προ πολλού. Η Ελίζα ένοιωθε σαν ένα πέπλο να την προστάτευε όταν βρισκόταν σε αυτόν τον τόπο.
Στη διαχείριση των κρίσεων πανικού που την καταλάμβαναν, όταν ένιωθε πως δεν μπορούσε να σταθεί ακίνητη ή να κρατήσει τη σκέψη της συγκεντρωμένη σε μια και μόνο σκέψη ή όταν ένιωθε πως επαναλάμβανε συνεχώς σκοτεινές σκέψεις, άρχισε να γράφει. Το μικρό ροζ ημερολόγιο που είχε πάντα μαζί της, δώρο γενεθλίων του πατέρα της, ήταν γεμάτο σκέψεις, φόβους και μικρά σκίτσα. Το βράδυ όταν επέστρεφε σπίτι από τις περιπλανήσεις της έγραφε ό,τι της είχε συμβεί μέσα στη μέρα της. Εκείνη η φθινοπωρινή μέρα στο νεκροταφείο θα γινόταν η αφορμή να γράψει μια αρκετά περίεργη ιστορία στο ημερολόγιό της. Μια ιστορία που αργότερα, μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας και ανάλυσης, θα αποτύπωνε στο πρώτο της βιβλίο, από τα δεκάδες που θα έγραφε και εκδώσει.
14 Οκτωβρίου 2023
Σήμερα έκανα έναν περίπατο στο χωριό. Φαινόταν πως θα ήταν βαρετή μέρα. Συνήθως τα Σάββατα είναι βαρετά. Μετά από αρκετή ώρα περιπλάνησης στους δρόμους του χωριού, ο δρόμος μου με έβγαλε στα νεκροταφεία. Τα νεκρά φύλλα των δέντρων θρυμματίζονταν κάτω από τις μπότες μου, το άρωμά τους μεθυστικό. Τα δέντρα μου ψιθύριζαν μυστικά και ο αέρας έφερνε μια ιστορία στα αφτιά μου ξεσκονίζοντας τις ταλαιπωρημένες σελίδες του χρόνου.
Περιπλανήθηκα κάτω από τα πένθιμα κυπαρίσσια και ανάμεσα στα ψυχρά μάρμαρα μέχρι να φτάσω στην καρδιά του νεκροταφείου. Ένας άγνωστος τάφος φαινόταν ανέπαφος από τον χρόνο. Είχε διακοσμηθεί με έναν φτερωτό άγγελο και τα πέτρινα φτερά του κρατούσαν ένα αιωνίως ανθισμένο μπουκέτο τριαντάφυλλων.
Στάθηκα μπροστά στον μυστηριώδη τάφο αισθανόμενη μια ανεξήγητη σύνδεση. Πώς και δεν τον είχα παρατηρήσει προηγουμένως; Με τα δάχτυλά μου άγγιξα τα πέτρινα φτερά του αγγέλου αναρωτώμενη ποιος να ξεκουραζόταν από κάτω. Γιατί η ιστορία του φαινόταν ανέγγιχτη από τον χρόνο;
Καθώς πλησίασα να παρατηρήσω την επιγραφή στον τάφο ο νους μου άρχισε να χορεύει με σκέψεις. Σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είχαν πει το τελευταίο αντίο τους εγώ έβρισκα παρηγοριά και έμπνευση. Τι στο διάολο μου συμβαίνει;
Άρχισα να κάνω συνεχώς τη σκέψη ότι θα πεθάνω. Ότι είχα πεθάνει. Ότι όλοι γύρω μου είχαν πεθάνει. Ότι δεν μας χωρούσαν τα νεκροταφεία.
Άνοιξα τη τσάντα μου και έβγαλα τα φάρμακά μου. Το πρωί όταν με ρώτησε ο μπαμπάς αν τα είχα πάρει του είπα πως ναι. Ψέματα. Δεν μου αρέσουν. Είναι πικρά και μου φέρνουν λήθαργο. Αλλά σε εκείνα τα ήσυχα σύνορα του νεκροταφείου ένιωθα κάθε άλλο παρά νωχελική. Κάθισα στο δροσερό χωμάτινο έδαφος, αισθανόμενη κάθε πετραδάκι και κλαδάκι γύρω μου. Προσπάθησα να συνδεθώ με το εδώ και τώρα. Ο κόσμος άρχισε να θολώνει και για πρώτη φορά εδώ και μέρες ο νους μου χόρευε με ακαλλιέργητη σαφήνεια.
Ξάπλωσα με τα φύλλα να δημιουργούν ένα φυσικό κρεβάτι από κάτω μου. Κοίταξα τον γαλάζιο ουρανό. Μερικά σύννεφα εδώ και εκεί. Ο μαρμάρινος άγγελος αντεστραμμένος. Έκλεισα τα μάτια μου. Η αναπνοή μου επιβράδυνε. Μπήκα σε μια ψυχολογική κατάσταση απομόνωσης, σε μια συνθήκη απόδρασης από την κακοφωνία της καθημερινής μου ζωής.
Καθώς υποχωρούσα στην ηρεμία της στιγμής, το περιβάλλον γύρω μου άρχισε να αλλάζει. Ο αέρας έγινε πιο βαρύς και τα φύλλα ψιθύριζαν. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δεν βρισκόμουν πια στο νεκροταφείο, αλλά μέσα σε ένα θολό ονειρικό τοπίο.
Μπροστά μου βρισκόταν ο άγγελος. Μόνο που τώρα δεν ήταν μάρμαρο σκαλιστό αλλά είχε σάρκα και οστά. Έχουν αίμα οι άγγελοι; Τα φτερά του, πορώδη και λαμπερά, ήταν ανοιχτά σε όλο το μήκος τους. Πίστευα ότι την πρώτη φορά που θα αντίκρυζα ένα ουράνιο, θεϊκό πλάσμα θα ήμουν τρομοκρατημένη, παγωμένη από φόβο. Το πρόσωπο του αγγέλου ήταν αυτό μιας νεαρής γυναίκας με μάτια που αντανακλούσαν το βάθος του σύμπαντος. Μου φάνηκε πως χαμογέλασε. Κάτι άγγιξε την ψυχή μου.
«Ποια είσαι;» ψιθύρισα. Δεν αναγνώρισα τη φωνή μου που βγήκε τρεμάμενη και ξαφνιάστηκα.
«Είμαι ένας φύλακας» μου απάντησε ο άγγελος με φωνή που έμοιαζε με αρμονική μελωδία. «Παρακολουθώ αυτούς που αναζητούν παρηγοριά σε αυτόν τον τόπο».
«Ονειρεύομαι;»
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι.» απάντησε ο άγγελος. «Έχεις μπει σε έναν κόσμο όπου τα σύνορα μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών είναι ρευστά. Έχεις μια ειδική σύνδεση με αυτόν τον τόπο.»
Ο κόσμος γύρω μου μεταμορφώθηκε σε ένα υπερφυσικό πανόραμα. Βρέθηκα να περπατάω μέσα στις σελίδες της ιστορίας παρακολουθώντας αποσπάσματα από τις ζωές των ανθρώπων που είχαν χαθεί. Είδα εραστές που συναντήθηκαν μυστικά, στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη, γονείς που έθαψαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς. Κάθε ψυχή είχε μια ιστορία και κάθε ιστορία ηχούσε μέσα στον χρόνο.
«Αυτά είναι πλάσματα της φαντασίας μου ή πραγματικότητα;»
«Είναι η εντύπωση στον χωροχρόνο που άφησαν στιγμές της ζωής όσων έζησαν πριν από σένα. Οι ζωές τους διαμόρφωσαν τον κόσμο στον οποίο ζεις και σε συνδέουν με αυτούς.»
Καθώς συνέχιζα να εξερευνώ τον φανταστικό κόσμο ένιωθα ότι ήμουν κάποια άλλη. Κάποια που δεν χαρακτηριζόταν από τις διαταραχές της. Πως όλα όσα με έκαναν να είμαι η Ελίζα εξαφανίστηκαν. Εκεί, ανάμεσα στα ψιθυρίσματα του παρελθόντος, ο νους μου ήταν ελαφρύτερος και δεν ξεπηδούσαν στη σκέψη μου μυριάδες ασύνδετες μεταξύ τους ιδέες το δευτερόλεπτο. Εκεί δεν με είχε εγκαταλείψει η μητέρα μου λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου. Εκεί τρώγαμε όλοι μαζί στο κυριακάτικο τραπέζι και γελούσαμε και τραγουδούσαμε και χορεύαμε.
Ένιωθα κάτι που μπορώ να το χαρακτηρίσω μόνο ως ελευθερία.
Ο άγγελος με καθοδήγησε σε έναν τάφο, που είχε διακοσμηθεί με ένα απλό λευκό κομμάτι μάρμαρο, που στο κέντρο του χαραγμένο είχε ένα μόνο ανθισμένο τριαντάφυλλο. Διάβασα την επιγραφή.
Μαρία Πάνου. Ο μικρός μας άγγελος και αγαπημένη κόρη. 10 Οκτωβρίου 1940 – 10 Ιανουαρίου 1953.
Γύρισα προς τον άγγελο. «Ποια ήταν;»
«Η Μαρία ήταν μια κοπέλα σαν εσένα, Ελίζα. Είχε όνειρα και φόβους. Η ζωή της ένα τραμπολίνο γέλιων και δακρύων. Βρήκε παρηγοριά σε αυτό το νεκροταφείο, όπως κι εσύ. Η ζωή της ήταν σύντομη, αλλά το πνεύμα της παραμένει εδώ, περιμένοντας να μοιραστεί την ιστορία της.»
«Θέλω να ακούσω τις λεπτομέρειες.» με ξάφνιασε η αμεσότητα και η οικειότητα που άρχισα να νιώθω με τον άγγελο.
«Ένα πρωινό, σαν και αυτό, η Μαρία ξεκίνησε να πάει στο σχολείο. Πριν μερικές μέρες είχε γίνει δώδεκα χρονών. Οι γονείς της, αγρότες και κτηνοτρόφοι, ξυπνούσαν πολύ νωρίς ενώ δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν όσο θα έπρεπε με την Μαρία ή οτιδήποτε άλλο. Η Μαρία, θα μπορούσες να πεις, ότι στην ουσία, μεγάλωσε τον εαυτό της.»
Άκουγα με προσοχή καθώς ο άγγελος αφηγούνταν τη ζωή της Μαρίας.
«Η διαδρομή από το σπίτι της μέχρι το σχολείο δεν ήταν μακρινή αλλά ήταν απομονωμένη. Το σπίτι της ήταν το μοναδικό στο τέλος ενός μακρινού αγροτικού δρόμου και το επόμενο οίκημα βρισκόταν εκατοντάδες μέτρα μακριά. Έτσι η Μαρία αναγκαζόταν να κάνει τη διαδρομή μόνη της. Κάποια στιγμή ένιωσε πως κάποιος την ακολουθούσε. Σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει. Κανείς τριγύρω. Μερικά βήματα και ξανά η ίδια αίσθηση. Μόνο που αυτή τη φορά μια μαύρη φιγούρα στεκόταν στη μέση του δρόμου. Άνοιξε το διασκελισμό της και άρχισε να περπατά πιο γρήγορα. Η φιγούρα ήταν μερικά μέτρα πίσω της. Άρχισε να τρέχει. Πήρε λάθος στροφή και βρέθηκε σε αδιέξοδο. Γύρισε να ξεφύγει αλλά η φιγούρα της έκλεινε το δρόμο. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, μετά από πολύωρη αναζήτηση, βρήκαν το μικρό κορίτσι χτυπημένο, κακοποιημένο σωματικά και ψυχικά, ξαπλωμένη στις λάσπες χωρίς τις αισθήσεις της.»
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Καθώς η αφήγηση του αγγέλου εξελίσσονταν άρχισα να νιώθω μια βαθιά συμπάθεια και ταύτιση. Κατανοούσα τις πάλες της Μαρίας καθώς αντικατοπτριζόταν στις δικές μου.
«Η Μαρία με τη φροντίδα της μητέρας της συνήλθε. Τουλάχιστον σωματικά. Πάντα θα κουβαλούσε μέσα της όλα όσα της συνέβησαν εκείνη τη μέρα. Τα γεγονότα εκείνα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ποτέ δεν βρήκαν τον δράστη, δεν θα της επέτρεπαν να ζήσει τη παιδική της ηλικία όπως άξιζε σε ένα αθώο πλάσμα. Από εκείνη τη μέρα ένα σκοτάδι τη σκέπαζε. Μέσα της όλα είχαν αλλάξει. Σαν εσένα, μια μέρα ο δρόμος της την έβγαλε εδώ. Στον τόπο όπου οι ψυχές βρίσκουν ηρεμία και γαλήνη. Μόνο που είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στο δράμα της. Ήθελε να ξεφύγει από το σκοτάδι της και δεν έβρισκε άλλο τρόπο. Έβγαλε το μικρό σουγιά του πατέρα της, τον οποίο είχε κλέψει το προηγούμενο βράδυ, και τον έφερε κοντά στον αριστερό της πήχη. Χωρίς άλλη σκέψη κάρφωσε το ευαίσθητο νεανικό της δέρμα και με μια απότομη κίνηση έφερε τη λεπίδα έως τον καρπό της. Το ίδιο έκανε και στο άλλο της χέρι. Ένιωθε τη θερμότητα να διαφεύγει του νεανικού της κορμιού και να διαχέεται στο περιβάλλον γύρω της. Καυτά δάκρυα κύλησαν στα παγωμένα της μάγουλα. Εδώ άφησε την τελευταία της πνοή παίρνοντας μαζί της το αγέννητο μωρό της. Στην ησυχία αυτού του νεκροταφείου βρήκαν γαλήνη.»
Το ονειρικό τοπίο άρχισε να εξαφανίζεται και βρέθηκα πάλι στο νεκροταφείο. Ξαπλωμένη στο υγρό χώμα δίπλα στον άγνωστο τάφο με τον άγγελο. Ο φθινοπωρινός ήλιος άρχισε να σβήνει ρίχνοντας μακριές σκιές πάνω από τις επιγραφές.
Οι λέξεις του αγγέλου με συντάραξαν. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Άρχισα να κλαίω ανεξέλεγκτα.
Μετά από λίγο, αφού συνήλθα, σηκώθηκα. Χάιδεψα με τα δάχτυλά μου μια τελευταία φορά τα φτερά του αγγέλου.
Τώρα, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές κατανοώ ότι ο χρόνος που πέρασα με τον φύλακα ήταν ένα πολύτιμο δώρο. Ένα δώρο ηρεμίας, ακινησίας και κατανόησης. Νιώθω ανανεωμένη και πιο σταθερή. Σαν να έχω βγάλει ρίζες που ό,τι και αν συμβεί θα με κρατήσουν γειωμένη. Δεν το ήξερα τότε αλλά όσα μου εξιστόρησε ήταν βάλσαμο για την ψυχή μου. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν να ακούσω για να βρω ομορφιά μέσα στα αγκάθια των συνθηκών της ζωής μου. Το οφείλω στον εαυτό μου και σε όσους με αγαπούν. Το οφείλω στη μικρή Μαρία να ζήσω.
Ό,τι είναι γραμμένο να μου συμβεί θα συμβεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Υπάρχουν πράγματα πέρα και πάνω από τις δυνάμεις μου. Για αυτά τα πράγματα που μπορώ να είμαι σίγουρη και που μπορώ να ελέγξω θα κάνω κάθε τι για να τα προστατέψω. Ένα από αυτά είναι ο πατέρας μου και η χωρίς όρια αγάπη του. Σκέφτομαι να αναζητήσω τη μητέρα μου. Ίσως κάποτε. Όταν θα νιώσω περισσότερο έτοιμη.
Καθετί που με κάνει να είμαι η Ελίζα είναι κομμάτι μου, αναγκαίο, ζωτικής σημασίας, που χωρίς κάποιο από αυτά δεν θα υπήρχα. Και θέλω να υπάρχω ακριβώς έτσι όπως είμαι.
Η παραφυσική αυτή εμπειρία θα μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου, όπως και η ιστορία της μικρής Μαρίας. Τώρα θα κοιμηθώ αγαπητό μου ημερολόγιο. Σε ευχαριστώ που με άκουσες και με βοήθησες να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Τα λέμε πάλι αύριο. Φιλιά, Ελίζα.
Γεμάτη από προκλήσεις η ζωή της Ελίζας συνεχίστηκε. Εκείνη η φθινοπωρινή μέρα της χάρισε έναν μυστικό κόσμο στον οποίο θα μπορούσε να καταφεύγει και να βρίσκει την ειρήνη και την σταθερότητα όποτε τις χρειαζόταν.
Παρά την τραγική ιστορία της μικρής Μαρίας, πάντα θα θυμόταν τον άγγελο με τα φτερά, το χαμόγελο και τα τριαντάφυλλα, που της έδειξαν ότι ακόμα και ανάμεσα στις σκιές της αμφιβολίας και το σκοτάδι του θανάτου η ομορφιά και η ελπίδα μπορούν να ανθίσουν.
Η Ελίζα συνέχισε το ταξίδι της στη ζωή με την αίσθηση ότι πάντα θα έχει έναν φίλο στον κήπο των αγγέλων και στο νεκροταφείο του μικρού ορεινού χωριού.