Θυμάσαι που αλωνίζαμε
τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη,
απ’ την Ορεστιάδα
μέχρι τη Νέα Μάκρη;
Τότε που το γέμισμα
θαρρείς δεν είχε αύριο
κι από Θεσσαλονίκη
βρισκόμασταν στο Λαύριο.
Βενζίνη κι αποστάσεις
δεν ήτανε εμπόδια,
η έγνοιά μας ήταν
μονάχα τα διόδια.
Σαν να ’μασταν διάδοχοι
σε κάποιο πριγκιπάτο
ήταν το ντεπόζιτο
ολημερίς γεμάτο.
Ξημέρωμα Λαδάδικα
με την πρωινή λιακάδα
φουλάραμε και φεύγαμε
για έναν καφέ Λευκάδα.
Το άλλο πρωί μας έβρισκε
στη λίμνη με γιαννιώτικα,
φουλάραμε αμόλυβδη
κι ευθύς για τ’ Αναφιώτικα.
Γέμιζε η μάνικα
ωσάν μυδραλιοβόλο
κι από το Μικρολίμανο
για τσίπουρα στον Βόλο.
Ύστερα εξόρμηση
σ’ όλη την περιφέρεια
και στην επιστροφή
για ραβανί στη Βέροια.
Τώρα τα ταξίδια μας
αναπολούμε εκείνα.
Ένα τσιγάρο δρόμος
Θεσσαλονίκη – Αθήνα.
Τώρα τα λίτρα πέφτουν
με το σταγονόμετρο
κι απ’ το συρτάρι βγήκε
ξανά το πιεσόμετρο.
Κι εσύ βρε Μάρτη γδάρτη μου,
μας έφαγε τ’ αγιάζι,
τ’ αμάξι πάει ρελαντί
και τσίμπημα στο γκάζι.
Βασανισμένη τσέπη μου
ξέρω, είναι κρίμα κι άδικο.
Τα μάτια γουρλωμένα
μπροστά στο βενζινάδικο.
Χρυσάφι τα πληρώνουμε
τα καύσιμα τα άτιμα,
καιρός, λοιπόν, ν’ αρχίσω
και πάλι το περπάτημα.
Για δες που η ακρίβεια
έγινε νομοτέλεια.
Για δες που η μετακίνηση
έγινε πολυτέλεια.
Κάπως έτσι έφτασε
το ρεζερβουάρ
να γίνει από εξάρτημα
απλό αξεσουάρ.