Οι ρόδες κυλούσαν αργά στην άσφαλτο. Ο δρόμος άδειος, το ράδιο έπαιζε σιγά και εγώ σε κοιτούσα να αλλάζεις ταχύτητες, να μου ρίχνεις κλεφτές ματιές και να παραμένεις σοβαρός. Ίχνος συναισθήματος πάλι, ο φόβος σου η αδυναμία μου.
Και μέσα στη σιωπή, με τον αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου απ’ το ανοιχτό τζάμι να σκέφτομαι τι μπορεί να έχεις μέσα στο κεφάλι σου, σε βλέπω που τραβάς το χέρι σου, δυναμώνεις το ράδιο. Το τραγούδι απαλό, η μουσική αργή μιλάει για ενδιαφέρον και όνειρα. Με λοξοκοιτάζεις, χαμογελάω και περιμένω να τελειώσει. Δε με αφήνεις να αλλάξω σταθμό. Το επόμενο τραγούδι είναι από το CD που είχες καθώς φεύγαμε στο τζάκετ σου.
Όλες μου οι απορίες μέσα στους στίχους να χορεύουν μελαγχολικά, δεν τα καταλάβαινα όλα μα προσπαθούσα. Άφησα τα τραγούδια να παίζουν συνεπαρμένη, αγχωμένη και λίγο νευρική. Πόσες λέξεις έχουν ρυθμό όταν τις σιγοτραγουδάμε;
Έπιασα το κινητό μου, έβαλα την απάντηση να παίζει στο τέρμα. Ήθελα να σου πω πως καταλαβαίνω και ότι το εννοώ.
Χαμογέλασες και εσύ, άλλαξες τραγούδι και οι στίχοι του απαντούσαν στους δικούς μου, δεν το ήξερα το κομμάτι και όμως μου άρεσε. Οι ανασφάλειες μου για λίγο κόπασαν. Βλέπεις εσύ δεν το ξέρεις μα φοβάμαι πιο πολύ, διάλεξα ένα τραγούδι και άλλο ένα και εσύ απαντούσες και εκείνο το παιχνίδι ζωντάνεψε.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε στη διαδρομή, το έκαναν οι νότες. Το βλέμμα σου με προκαλούσε, με παρακαλούσε να βρω το επόμενο κομμάτι.
Χαμογέλασα ξανά, η καρδιά μου χιλιάδες κτύποι το λεπτό. Στο φανάρι ένας πλανόδιος με ακορντεόν μιλούσε για αγάπη και έρωτα, χαμογελούσε ευχαριστημένος που απλά έπαιζε μουσική. Λες και το σύμπαν ευχαριστιόταν το παιχνίδι, κοινός ακροατής μιας παράστασης της οποίας την εξέλιξη ευχόμασταν να γνωρίζαμε. Κοιταχτήκαμε για ένα μόνο δευτερόλεπτο κι εκείνο το δευτερόλεπτο έμοιαζε με χρόνο.
«Τι σκέφτεσαι;» δεν σου απάντησα, δεν υπήρχαν λέξεις να το κάνω. Διάβασες το βλέμμα μου, χαμογέλασες πλάγια κοιτώντας τον δρόμο «ξέρεις μπορείς να το πεις με χίλια τραγούδια.» γέλασα με κέφι.
«Φυσικά, θα στο πω με χίλια τραγούδια, αν με αφήσεις να ακουμπήσω το ραδιόφωνο!» άρχισες να γελάς παρασύροντας κι εμένα μαζί σου, ο πλανόδιος άρχισε να στριφογυρίζει στην άκρη του δρόμου με τους ήχους να τον κυκλώνουν.
Και εμείς… εμείς χαμογελούσαμε με το ακορντεόν και το ράδιο να παίζουν πλέον το ίδιο τραγούδι και ξέραμε πως ήταν το τραγούδι μας, μέσα από χιλιάδες άλλα, εκείνο έλεγε ξεκάθαρα όσα δεν μπορούσαμε να πούμε.