«Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το γλεντάω». Κάτι τέτοια άκουγε ο φίλος μου ο Γιώργος μετά τις εννέα. Ενώ εγώ χωρίς να δώσω καμία σημασία πήγα για ύπνο έχοντας στην άκρη του μυαλού μου ότι αύριο πρέπει να ξυπνήσω νωρίς για δουλειά. «Τα λεμέ μετά», του απάντησα το πρωί και βγήκα από το σπίτι κατευθυνόμενος προς την πολυώροφη οικοδομή ονόματι βαρεμάρα. Σκέφτηκα ότι πρέπει να περάσω όλη την υπόλοιπη ημέρα εκεί μέσα. Να ακούω τα κρύα ανέκδοτα του κάθε συναδέλφου μου, μα το χειρότερο από όλα ήταν ο διευθυντής. Κάθε φορά που έκανα κάτι λάθος ωρύονταν. Αυτόν πότε θα τον σκοτώσω;
Αφού τελείωσα την συναρπαστική πολύωρη δουλειά μου, χωρίς κανέναν δισταγμό πήγα στο σπίτι της γειτόνισσας. Σήμερα ήταν η σειρά της. Σκότωσα την γριά γυναίκα, όπως έκανα με άλλους τέσσερις πριν από έξι μήνες. Την έβαλα μέσα σε μια αρκετά μεγάλη σακούλα σκουπιδιών έχοντας τεμαχίσει το σώμα της και την παράτησα στους κάδους απορριμμάτων. Γύρισα σπίτι καλύπτοντας όλα τα στοιχεία που θα φανέρωναν την ταυτότητα μου.
Εκείνη την στιγμή κάτι ένιωθα να με τρώει μέσα μου. Μάλλον το ίδιο αίσθημα που είχα όταν σκότωσα για πρώτη φορά. Αλλά κάτι άλλαζε, το ένιωθα πιο βαρύ και πιο ογκώδες, λες και θα έπεφτε πάνω μου να με πλακώσει.
Δίχως να έχω κανέναν σοβαρό λόγο που σκότωσα αυτή την ευγενική γριά κυριούλα γύρισα σπίτι μούσκεμα από την βροχή, καθώς τα αίματα έφευγαν από την καπαρντίνα μου προς τους υπονόμους της πόλης.
Έτσι γύρισα σπίτι. Ο Γιώργος πάλι στη κοσμάρα του, απορροφημένος από τα τραγούδια του, ενώ εγώ κουβαλώντας ένα τεράστιο βάρος στη πλάτη μου έπεσα για ύπνο. Τελευταία ημέρα σήμερα. Σκεφτόμουν να μην πάω δουλειά. Θα έλεγα στον διευθυντή ότι θέλω ρεπό. Κι έτσι έγινε. Μαζί με το φιλαράκι μου βγήκαμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα, για μένα όμως ήταν μια διαφορετική μέρα, διότι ήμουν έτοιμος να με καταγγείλω στη αστυνομία, δεν άντεχα άλλο.
Το μυαλό ήταν έτοιμο να σπάσει μαζί με την καρδιά η οποία ήταν αλυσοδεμένη και κάθε φορά που έπραττα με αυτόν τον τρόπο ολοένα και έσφιγγε. Βλέπετε δουλειά με φούντες ήταν τα συμβόλαια θανάτου, ένα γενναιόδωρο κομμάτι ψωμί το οποίο δηλητηρίαζε τα πάντα μέσα μου.
Έτσι, είπα στο φίλο μου ότι πάω να πάρω τσιγάρα. Καθώς κατευθυνόμουν στο τμήμα σκεφτόμουν όλους αυτούς που θανάτωσα. Τέρμα τα ψέματα. Αυτήν τη φορά θα έκανα κάτι καλό. Σήμερα ήταν η μέρα. Αισθάνθηκα ευχαρίστηση που επιτέλους έφτασε η μέρα να παραδοθώ.